Το μήνυμα των Χριστουγέννων

Είθε η Αγάπη και η Αμοιβαιότητα
να εγκαθιδρυθούν
στους κόλπους της Ανθρωπότητας

Σε λίγες μέρες γιορτάζουμε τη γέννηση του Θεανθρώπου.

Η προσμονή της μεγάλης γιορτής, διακατέχει τους περισσότερους ανθρώπους, με την εορταστική ατμόσφαιρα να έχει ήδη δηλώσει την παρουσία της, συντελώντας με τον τρόπο της στην αλλαγή, έστω και προσωρινά, κάποιων αρνητικών συναισθημάτων των ανθρώπων.

Ας μη μείνουμε όμως μόνο στο εορταστικό καθιερωμένο ευχολόγιο και ότι ασφαλώς είναι μέρες αγάπης για τους ανθρώπους.
Ας προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο στο πραγματικό μήνυμα που μας στέλνει αυτή γέννηση και στο νόημα που περικλείει.

Μέσα σε μια πονεμένη κραυγή, γεννιόταν ως άνθρωπος, εκείνο το πλάσμα, που με μεγάλη στωικότητα, επιμονή και υπομονή εδραίωσε ανάμεσά μας τους γλυκούς νόμους της Αγάπης.  Η μετριοφροσύνη και η μετριοπάθειά Του, τον εξύψωσαν στην ανθρώπινη διάνοια.
Η ζωή Του και οι παραδειγματικές του πράξεις, Τον θεοποίησαν στην διανόηση του ανθρώπου. Αυτός έγινε Θεός, ενώ η ζωή Του παρέμεινε μυστήριο.

Περισσότερα για το μεγάλο αυτό γεγονός και το εσωτερικό νόημά του, θα δείτε παρακάτω στο εικονοποιημένο κείμενο «Χριστούγεννα – Μέγας Αττικός»:


Ακολουθεί το κείμενο του αστρικού αφηγήματος

Ήταν μια νύχτα παγερή, τέτοια που σπάνια βλέπουν οι ακτές της Παλαιστίνης. Η Σελήνη, στο δεύτερο τέταρτό της, έκανε τους δρόμους της Ιουδαίας να φέγγουν μ’ ένα άσπρο χλωμό φως. Ο βορινός άνεμος, ακολουθώντας το ρεύμα του Ιορδάνη, μαστίγωνε την ισχνή βλάστηση κοντά στη Βηθλεέμ, κι εγώ, ο Άγγελος Δαβά, πετώ πάνω απ’ τη θλιβερή και σκυθρωπή αυτή έκταση, ως ψυχή που πάσχει.

Μια Υψηλή Διάνοια απ’ τ’ ανώτερα Σώματα, είχε έρθει στο Ουράνιο Σώμα και μου είχε πει: «Άγγελε Δαβά, κατέβα στο Γήινο Κόσμο, γιατί ο Φοίνικας, καταναλωμένος απ’ τη θέρμη της Αγάπης του, θα αναγεννηθεί απ’ την ίδια του τη στάχτη και θα εκπληρωθούν νέα Θεία Σχέδια.»

Σαν βέλος διέσχισα τις εκτάσεις κι ορίστε που βρίσκομαι να πλανιέμαι στους προκαθορισμένους τόπους.

Το να αφηγηθώ τα γεγονότα αυτά με ανθρώπινα λόγια είναι διανοητικό έργο ακατόρθωτο -ακόμη και για τους Αγγέλους του Ουρανού- κι η αποκάλυψή μου δε θα δώσει παρά μια ισχνή όψη της μεγάλης Θείας Εποποιίας. Θα μιλήσω πρώτα για τον Κόσμο.

Στο βάθος του ορίζοντα διακρίνω ένα φωτεινό σημείο που κινείται και πλησιάζει. Προχωρώ προς αυτό και βλέπω μια γυναίκα που ακτινοβολεί, αλλά και που πάσχει πολύ. Στηρίζεται πάνω στο συνοδοιπόρο της, ενώ ένα αδυνατισμένο υποζύγιο ακολουθεί υπάκουα το ζευγάρι. Με αχνή φωνή, ο άνδρας έλεγε:

– Κουράγιο Μαρία, πλησιάζουμε το χωριό. Να εκεί στο βάθος, φαίνονται τα πρώτα φώτα. Μαρία, θέλεις να σε σηκώσω στα χέρια μου; Μην κλαις, Μαρία, κάνε κουράγιο.

Κι η Μεγάλη Γυναίκα απαντούσε:
– Αγαπητέ φίλε της ύπαρξής μου, βλέπεις, κάνω κουράγιο. Οι έγνοιες κι οι πόνοι εξαφανίζονται μπροστά στην υπέρτατη χαρά μου. Τα δάκρυά μου δεν είναι δάκρυα πόνου και λύπης, είναι γεμάτα τρυφερότητα κι ευτυχία, γιατί πίστεψέ με, αγαπημένε μου φίλε, το ον που τη στιγμή αυτή εργάζεται στους κόλπους μου για την απελευθέρωσή του και τη δική μου, δεν είναι ον που έχει τίποτε το κοινό με τους θνητούς. Πολλές φορές με μάλωσες για τα λόγια αυτά. Σήμερα, δείξε λίγη ανοχή χάρη της ιερής μητρότητας και άσε με να το λέω.

Κι εγώ, ο Άγγελος Δαβά, έβλεπα να ξεπηδούν διάφορες αντιφατικές σκέψεις στον Ιωσήφ, το σύντροφο ζωής και σύζυγο της Μεγάλης Γυναίκας.

Σκεπτότανε: «Θεέ του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, Θεέ των Πάτερων μου, Θεέ του Ισραήλ, που επί τρεις φορές έσωσες τον αγαπημένο σου λαό, γιατί δεν μπορώ να πιστέψω τα λόγια της συντρόφου μου; Γιατί σκέψεις που δεν είναι καθόλου ωραίες ξεπετάγονται απ’ το μυαλό μου και σκοτίζουν την ψυχή μου; Κι όμως Θεέ των Πατέρων μας, η Μαρία μιλάει με πίστη και πεποίθηση, ενώ εγώ ζω στην αγωνία και την αβεβαιότητα, Θεέ του Ισραήλ, συ ο τόσο ισχυρός, έμπνευσέ με, δώσε μου σημεία της ισχύος Σου.»

Εκείνη τη στιγμή, εγώ, ο Άγγελος Δαβά, τα ’χασα, γιατί στους αόρατους κόσμους της Γης είδα πράγματα που ξεπερνούν κάθε ανθρώπινη φαντασία.

Απ’ τα σκοτεινά κατάβαθα της γης βγήκαν στην επιφάνεια φοβερές λεγεώνες από κακοήθη όντα, που γέμιζαν τις εκτάσεις με την πένθιμη οχλοβοή τους. Όλοι είχαν επικεφαλής τους, φοβερούς αρχηγούς της εναντιότητας. Έκαναν κύκλο γύρω απ’ το ζευγάρι των οδοιπόρων και, παρά τις προσπάθειες που έκανα να διασώσω απ’ τις επιθέσεις τους τα δύο αυτά όντα που περιπλανιόντουσαν στους δρόμους της νύχτας, ο κύκλος γύρω τους γινόταν ολοένα και πιο σφιχτός κι η αντίστασή μου – η αντίσταση του Άγγελου Δαβά – έσβηνε μπροστά στη θανάσιμη επίθεσή τους.

Στην τόσο κρίσιμη αυτή στιγμή, ένα αναπάντεχο θέαμα παρουσιάστηκε μπροστά στα αγγελικά μου βλέμματα: τα πέπλα του ουρανού σκίστηκαν στα δυο, ένα εκθαμβωτικό φως εισέβαλε στο διάστημα κι είδα τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, που επέβαινε σ’ ένα φωτεινό σύννεφο, να κατεβαίνει προς εμάς, με Θεία Ουράνια Ομορφιά να τον πλαισιώνει. Τον συνόδευαν Χερουβείμ, κρατώντας κρίνα και ψάλλοντας μελωδικούς ύμνους.

Κι οι γήινες δυνάμεις είδαν το συμβάν κι η οχλοβοή τους μετατράπηκε σε ανήσυχη, εμβρόντητη σιγή.

Ακούστηκαν τέσσερις φορές οι σάλπιγγες, που ξέσπασαν στα τέσσερα σημεία του ουρανού κι εμφανίστηκαν τέσσερις Άγγελοι τεσσάρων διαφορετικών χρωμάτων, που σάρωσαν τη γη απ’ όλες τις ρυπαρότητες. Κι είδα τη γη να γίνεται άσπρη σαν το σάβανο.

Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ έφτασε δίπλα στο ζευγάρι και παρέταξε τα Χερουβείμ, σε ημικύκλιο, προς τη μεσημβρινή πλευρά.
Ξαφνικά, αστραπές χάραξαν το διάστημα και τρεις σάλπιγγες βρόντηξαν. Κι είδα τρεις Αγγέλους σαν διάττοντες αστέρες να πέφτουν πάνω στη γη και να εισδύουν στα σωθικά της, για να εξαγνίσουν τους χώρους.

Κι εμφανίστηκε θριαμβευτικός ο Αρχάγγελος Ραφαήλ, ιππεύοντας πάνω σ’ ένα σύννεφο εξαγνιστικής φωτιάς, κι ήρθε προς εμάς, όπως ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Σεραφείμ ίππευαν πάνω σε δικέφαλους Αετούς, ψάλλοντας μελωδικούς ύμνους που γέμιζαν τις γήινες εκτάσεις. Ήρθαν και παρατάχθηκαν σε ημικύκλιο γύρω απ’ το ζευγάρι, απ’ τη νότια πλευρά.

Ήμουν ακόμη κάτω απ’ την επιρροή των θείων αρμονιών, όταν είδα να εμφανίζεται ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, με μορφή ανδρός που έλαμπε από ομορφιά. Προχωρώντας μόνος προς εμένα, μου είπε:

-Χαίρε, Άγγελε Δαβά. Η ώρα του μυστηρίου πλησιάζει. Πάρε τη μορφή ενός ανθρώπου του λαού, τρέξε στη Βηθλεέμ κι ανάγγειλε σ’ όλους όσους συναντήσεις στο διάβα σου το καλό νέο – το νέο της σωτηρίας των ανθρώπων.

Κι ενώ μια ακτίνα της αγγελικής μου συνείδησης παρακολουθούσε τα γεγονότα που συνέβαιναν, εγώ, ο Άγγελος Δαβά, περιβλημένος με το δέρμα ενός βοσκού, διέτρεχα τους δρόμους της Ιουδαίας και καλούσα τους ανθρώπους ν’ αδελφωθούν, γιατί είχα τη δύναμη να τους δείχνω τις λεγεώνες των Αγγέλων, που διέσχιζαν τις ουράνιες εκτάσεις.

Σε μια στιγμή άκουσα μια διαπεραστική κραυγή, που ξέφυγε απ’ το ζευγάρι των ταξιδιωτών. Δεν ήταν όμως η κραυγή της Μεγάλης Γυναίκας που πονούσε. Ο Αρχάγγελος Ραφαήλ, αγγίζοντας με τη ρομφαία του τα μάτια του άπιστου Ιωσήφ, έκανε τα λέπια να πέσουν κι ο σύντροφος της Μαρίας, της Μεγάλης Γυναίκας, είδε τα σημεία του ουρανού κι εννόησε τα σχέδια του Θεού. Και τον είδα να γονατίζει, να κλαίει από χαρά και να φιλάει τα πόδια της γυναίκας του.

Εκείνη τη στιγμή, ένας έκπτωτος άγγελος, που περιπλανιόταν κοντά στο ζευγάρι, θέλησε να τραβήξει στα κατάβαθα της γης τον Ιωσήφ, το Μαραγκό, αλλά και πάλι η ρομφαία του Αρχάγγελου Ραφαήλ εξαφάνισε την εναντιότητα αυτή. Το ζευγάρι πλησίασε τη Βηθλεέμ, και η Μεγάλη Γυναίκα, υποκύπτοντας στους πόνους του τοκετού, και μη μπορώντας να προχωρήσει άλλο, αφέθηκε στα δυνατά χέρια του Αρχάγγελου Ραφαήλ, ενώ ο Αρχάγγελος Μιχαήλ προπορευόταν της αγγελικής αυτής ομάδας κι έφτανε στα περίχωρα του χωριού.

Εγώ ο ίδιος, με μορφή βοσκού, βρισκόμουν εκεί κι είδα το μυστήριο. Την υπέρτατη αυτή στιγμή, βαθιά σιγή απλώθηκε στους κόλπους του φυσικού Κόσμου. Θα ’λεγε κανείς, πως για μια στιγμή η ισορροπία επανακτούσε τα δικαιώματά της. Και τότε είδα να εκτελείται το μυστήριο επί της γης.

Ο Μέσσχια, που έμελλε να γίνει ο Ιησούς της Ναζαρέτ, ως βέλος προερχόμενο απ’ τους κόλπους του κύκλου Έωνα, διασχίζοντας τις επτά εκτάσεις της Κοσμικής Δημιουργίας, σταμάτησε στο Ουράνιο Σώμα, την αιώνια κατοικία των Γεννητόρων. Εκεί, ο Θείος Λόγος, έλαβε μια μορφή που επρόκειτο στη συνέχεια να εκδηλώσει τον Ιησού της Ναζαρέτ. Πέρασε θριαμβευτικά μέσα απ’ τις περιοχές του ανώτερου και κατώτερου Κοσμικού Σώματος κι είδα τους φύλακες των Σωμάτων αυτών κατάπληκτους. Έγινε Κύριός τους, και εισδύοντας στο φυσικό Κόσμο, στάθηκε όρθιος μπροστά στη Μεγάλη Γυναίκα. Αφού άγγιξε με το δεξί Του χέρι το μέτωπο της Μαρίας, χαμήλωσε το χέρι του στους ώμους της και περίμενε το συμβάν.

Μια αρμονική και βαθιά μελωδία διαχύθηκε στις εκτάσεις της γης. Μια κραυγή της Μεγάλης Γυναίκας και μια άλλη κραυγή του νεογέννητου δόνησαν τους αισθητικούς νόμους του γήινου Σύμπαντος. Ο Θείος Λόγος έσκυψε και καθρεφτίστηκε στο πρόσωπο του νεογέννητου. Χαιρέτισε τη Μαρία, τη Μεγάλη Γυναίκα, και κατόπι, κρίνοντας ότι η πρώτη Του πράξη είχε αποπερατωθεί, ξανανέβηκε στο Ουράνιο Σώμα κι αναπαύτηκε στην αιώνια κατοικία των Γεννητόρων. Έτσι, ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε μεταξύ της 5ης και 6ης ώρας της νύχτας.

Μέγας Αττικός