« Α Φ Ο Υ  Π Ε Θ Α Ν Α»
(Πρωτότυπο πνευματικό μυθιστόρημα της πέραν του τάφου ζωής)

                                    Αδελφοί εν πνεύματι χαίρετε.

Σας λέγω «χαίρετε», γιατί για τα πνευματικά όντα τα ενσαρκωμένα, όπως είστε σεις, μονάχα ένας χαιρετισμός χαράς πρέπει, αφού η χαρά αυτή τόσο πολύ σας λείπει από την επίγεια ζωή σας,

Άλλωστε το να σας πω τώρα, σαν πνεύμα που είμαι εγώ, δεν μπορώ να καταλάβω τι θα πει το «καλημέρα» ή το «καλησπέρα» που έλεγα σαν βρισκόμουν μαζί σας, γιατί για μένα ούτε μέρα ούτε νύχτα υπάρχει.

Και πάλι λοιπόν χαίρετε.

Το ανθρώπινο έθιμο και η περιέργειά σας, απαιτεί αμέσως να σας πω ποιος είμαι. Αλλά νομίζετε πως υπάρχει ανάγκη; Τι θα καταλάβετε αν είμαι αίφνης ο Ναπολέων ή ο Πυθαγόρας ή ένας εργάτης που ξεφόρτωνε κάρβουνα στο λιμάνι του Πειραιά; Τι σας ενδιαφέρει αν είχα ένα όνομα από τα γνωστά σας, που ανήκουν σε κεφαλαιούχους, σε φοβερούς πολιτικούς ή σε θαυματοποιούς επιστήμονες;

Το επίθετο που είχα στη γη, μόλις πέθανα το έχασα, όπως οι δικοί μου έχασαν εμένα και το μικρό μου όνομα που μου έδωσαν όταν με βάφτισαν, επειδή έχει αγιαστεί με την ιεροτελεστία που έγινε, σας το λέω έτσι, για να με γνωρίζετε και για να μην πείτε πως δεν θέλω να σας πω τίποτε.

Με φώναζαν Μάκη.
Ξέρετε τι θα πει « Μάκη»;

Είναι το όνομα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, το οποίο έγινε υποκοριστικό Μιχαλάκη και έπειτα τα άλλα παιδιά που παίζαμε μαζί με φώναζαν Μάκη, το πήραν και οι μεγάλοι ύστερα και φώναζαν Μάκη, έως ότου έγινα τριάντα ετών και πέθανα…

Αφού πέθανα ;

Να τι θέλω να σας διηγηθώ για να δείτε και σεις τι συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει και για να θεωρήσω κι εγώ τον εαυτό μου λίγο ήσυχο και ευχαριστημένο, όταν από τη διήγησή μου αυτή ωφεληθείτε κάτι τι, όσο λίγο και να είναι.

Αφού πέθανα!

Θα νομίζετε βέβαια πως θα σας πω για την κηδεία που μου έγινε, πόσους στεφάνους μού κατέθεσαν, πόσοι λόγοι εκφωνήθηκαν, αν είχαν οι επί της γης τότε συγγενείς μου νοικιάσει νεκροφόρα πρώτης ή δεύτερης τάξης, αν καταβλήθηκαν πολιτικά μέσα για να αγοραστεί μισό μέτρο τόπος στο νεκροταφείο όπου θάφτηκε το σκήνωμά μου κτλ. κτλ.

Τίποτε από όλα αυτά δεν μ’ ενδιέφερε από τη στιγμή που έκλεισαν τα μάτια μου.

Ο άνθρωπος βλέπετε μόλις πεθαίνει, μόλις δηλαδή έρθει η στιγμή κατά την οποίαν το πνεύμα βρίσκεται αναγκασμένο να χωριστεί από το σώμα, παίρνει αμέσως συνείδηση ότι ο άνθρωπος θα γίνει πνεύμα, δηλαδή άυλος και συνεπώς δεν έχει καμιά περιέργεια να μάθει, να δει ή ν’ αντιληφθεί εκείνα που όταν είναι άνθρωπος-σώμα κοπιάζει, χασομεράει και ξοδεύει.

Η στιγμή του θανάτου μου ήταν φοβερή. Τη λέξη αυτή που λέω «φοβερή» δεν μπορείτε καλά-καλά να την καταλάβετε και γι’ αυτό δεν καταλαβαίνετε και τι ακριβώς θέλω να πω.

Φανταστείτε, το τέλος μου το είχα προαισθανθεί και το είπα μόνο στη μητέρα μου, αλλά εκείνη το είπε και στη μνηστή μου. Η μνηστή μου λοιπόν, απαρηγόρητη από τη λύπη της, έκλαιγε και μου έλεγε πολλά λόγια που μου φαινόταν πως τα άκουγα από πολύ μακριά, σαν να ήμουν εγώ στο Ζάππειο και αυτή στο Φάληρο. Μού λέγε:

«Δεν είπες, Μάκη μου, εσύ τέτοιο πράμα. Πες μου πως δεν το είπες, πως δεν είναι αλήθεια. Πες μου πως δεν θα πεθάνεις. Εγώ είμαι έτοιμη να κάνω όλες τις θυσίες για σένα και αν οι γιατροί θελήσουν, μπορούν να πάρουν όσο αίμα θέλουν από το δικό μου, να το διοχετεύσουν στον δικό σου οργανισμό…».

Τη λυπόμουν κατάκαρδα. Ήθελα να σηκωθώ, να την πάρω στην αγκαλιά μου και να την παρηγορήσω για την αφοσίωσή της, για την αυτοθυσία της και για την αγάπη της, αλλά όση ζωηρότητα και όρεξη αισθανόταν η ψυχή μου και ο νους μου, τόση ατονία και αδυναμία είχε καταλάβει το σώμα μου. Άνοιξα λίγο τα μάτια μου και θέλησα να κοιτάξω τη μνηστή μου, εκείνη έμεινε αδιάφορη στο κοίταγμά μου και εξακολουθούσε να σκουπίζει τα δάκρυά της με το μαντήλι.

Πόσες επιθυμίες δεν είχα εκείνη την ώρα, την ώρα του θανάτου μου. Πόσα συναισθήματα δεν δοκίμαζα, συναισθήματα έντονα και επιβλητικά στην ύπαρξή μου, που αν κατόρθωνα να κινήσω ελεύθερα, όπως και πρώτα την σιαγόνα μου, ασφαλώς θα έλεγα τα ωραιότερα λόγια που είπα ποτέ στη ζωή των τριάντα ετών που έζησα.

Το πνεύμα μου, καταλάβαινα σιγά-σιγά πως έπαιρνε συνείδηση της οντότητάς μου και όλες οι υποψίες και οι αμφιβολίες που είχαν περάσει από το δικό μου το ανθρώπινο μυαλό, σαν σκεπτόμουν τα εγκόσμια, είχαν αρχίσει να διαλύονται και εγώ που είχα νομίσει τον εαυτό μου στην γη έναν άσημο, έναν άνθρωπο που διάβηκε απαρατήρητος από τη Μεγάλη Λεωφόρο της Ζωής, έβλεπα τώρα πως ήταν ένα ον με δύναμη, με βούληση, με συνειδητή ύπαρξη.

Μέσα στο νέο μα γνώριμό μου κόσμο, από άλλη φορά και από άλλη εποχή, στον οποίον κατά τη στιγμή του θανάτου μου πρώτη φορά έμπαινα, χίλιες δυο απορίες μού γεννιούνταν κάθε λεπτό και χίλια καινούργια ζητήματα, μου παρουσιάζονταν.

Νόμιζα, όταν ήμουν στη ζωή, πως τίποτε το μεγάλο δεν είχα κάνει κι εγώ. Νόμιζα πως η ζωή μου πέρασε μεταξύ ενός τραπεζιού που εργαζόμουν και μιας καρέκλας στο τραπέζι του σπιτιού μου που τρώγαμε.

Κοινή και τετριμμένη έλεγα τότε ζωή, χωρίς μεγάλες γραμμές, χωρίς δόξα, χωρίς πλούτη. Και τώρα που μπορούσα από ψηλότερο επίπεδο να βλέπω τα πράγματα, πιστοποιούσα πως δεν ήμουν δα και τόσο άσημος, τόσο μοναχός στη ζωή μου. Η μητέρα μου που με είχε αναθρέψει και έφτασε να με δει άνδρα τριάντα χρόνων και η μνηστή μου, που τόσο αφοσιωμένα με είχε αγαπήσει, είχαν συνδέσει τη ζωή τους με τη δική μου. Όταν έφτασα στο σημείο ν’ αντιληφθώ αυτήν την αλήθεια, κάποιος μεγάλος φόβος με κυρίευσε, γιατί έβλεπα πως, χωρίς να θέλω, είχα μια ευθύνη επάνω μου για πράγμα που δεν γνώριζα και πως εγώ, πεθαίνοντας, έπαιρνα από τη ζωτικότητα της μητέρας μου και της μνηστής μου.

Το αίσθημα αυτό των δυο αγαπημένων μου υπάρξεων, ήταν τόσο δυνατό, ώστε το σώμα μου, αν και είχε καταστεί τελείως άχρηστο για το πνεύμα μου, δεν μπορούσε να σταματήσει ολότελα να λειτουργεί, ακριβώς γιατί το πνεύμα μου, δεν μπορούσε εύκολα να απομακρυνθεί από εκείνες που αγαπούσα.

Η αγάπη τους κρατούσε στη ζωή το πνεύμα μου και τότε κατάλαβα για πρώτη φορά τι σήμαινε εκείνο που είχα διαβάσει και ακούσει ότι «η αγάπη δίνει ζωή».

Ας είναι! Ύστερα από λίγο, δεν μπορούσα πια ν’ ανοίξω ούτε τα μάτια μου. Τα σωματικά μου όργανα, το ένα κατόπιν του άλλου έπαυαν να λειτουργούν, αφού προηγουμένως εξασθενούσαν μέχρι εξαντλήσεως, σαν τα εκκρεμή των ρολογιών. Μόλις κατόρθωσα να έχω συνείδηση του υλικού μου περιβάλλοντος. Προσπαθούσα εντούτοις, με κάθε σθένος να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, γιατί θυμόμουν ένα απόφθεγμα που είχε πει ο Σατωμπριάν πως ο ήλιος και ο θάνατος δεν μπορούν να κοιταχτούν ασκαρδαμυκτί. Είχα μεγάλη επιθυμία να περάσω από τη ζωή στο θάνατο με όλη μου την ψυχραιμία και τη συνείδηση.

Η καρδιά μου χτυπούσε αργά και αδύνατα. Κατάλαβα γύρω μου πως είχε έλθει και ο γιατρός που παρακολουθούσε την ασθένειά μου και πως βγαίνοντας έξω, τους είπε το στερεότυπο εκείνο «λυπούμαι μα πρέπει να σας πω πως χάσαμε κάθε ελπίδα».

Στο άκουσμα αυτής της δήλωσης, η μητέρα μου και η μνηστή μου άρχισαν να κλαίνε δυνατά με λυγμούς συχνούς και τότε δεν μπορείτε να φανταστείτε τι αγωνία τράβηξα. Το πνεύμα μου, που ήταν έτοιμο σχεδόν ν’ αποχωριστεί από το σώμα μου, αισθάνθηκε ένα μεγάλο κλονισμό, ένοιωσε πάλι ισχυρό το δεσμό που είχε συνάψει στη γη και ο θρήνος των δυο γυναικών, με συγκράτησε πάλι ανώφελα στη γη για λίγα λεπτά της ώρας, στη γη την οποία είχα ουσιαστικά εγκαταλείψει πια.

Ο αδελφός μου που ήταν στο διπλανό δωμάτιο, σηκώθηκε γρήγορα και ήρθε να παρηγορήσει τις δυο γυναίκες.

Αλλά αγαπητοί μου, τι χρειαζόταν ο θρήνος και η παρηγοριά;

Ήταν φανερό από πολλές μέρες, πως δε θα ζούσα και ο θάνατός μου, αυτή η τόσο φυσική και αναγκαστική δεύτερη φάση κάθε ανθρώπινης ζωής, έπρεπε να είχε κάνει τους συγγενείς μου να συνηθίσουν στον αναπόφευκτο αυτό αποχαιρετισμό. Θα μου πείτε: μα είναι εύκολο αυτό;

Γιατί όχι; Είναι αδύνατο ο άνθρωπος, όση λίγη λογική και αν έχει, να μη μπορεί να καταλάβει πως μια και γεννήθηκε, δεν μπορεί παρά να πεθάνει. Ένας ξαφνικός θάνατος, βέβαια , βρίσκει κάπως απροετοίμαστους τους άλλους, ένας όμως θάνατος που έρχεται ύστερα από ασθένεια, πρέπει να προετοιμάσει όλους στο μοιραίο αυτό γεγονός, ώστε όταν έρχεται η στιγμή του αποχωρισμού, ούτε οι μεν να υποφέρουν, ούτε ο αποθνήσκων να αισθάνεται ό,τι αισθανόμουν κι εγώ στις τελευταίες μου στιγμές.

Σε λίγο ήλθε η μητέρα μου κοντά και προσπαθούσε να με δροσίσει, δίνοντάς μου λίγο νερό με το κουταλάκι. Μάταιη προσπάθεια και αυτή, που δεν είχε άλλο, παρά να δείξει μέχρι τέλους, πόσο ανεξάντλητο και ακούραστο είναι το μητρικό φίλτρο.

Γύρω μου τώρα είχε πέσει πυκνή σκοτεινιά. Στο δωμάτιο έβλεπα τους ανθρώπους, σαν θολές και ανάερες σκιές.

Ακόμα λίγα δευτερόλεπτα και …. τετέλεσται.

Σήκωσα τα χέρια μου στον αέρα και σε λίγο έπιασα το χέρι της μητέρας μου και της μνηστής μου. Τους είπα ένα μεγάλο «χαίρετε» και περίμενα με ψυχραιμία.

Κρίμα όμως το κουράγιο μου!

Ξαφνικά η καρδιά μου χτύπησε για τελευταία φορά. Ένα ελάχιστο διάστημα χρόνου κατόπιν, αισθάνθηκα όλον τον κόσμο ν’ αναποδογυρίζει. Βυθίστηκα μέσα σ’ ένα έρεβος, σε μια άβυσσο, σ’ ένα χάος, μια πανίσχυρη σκοτοδίνη με κατέλαβε, ένας ίλιγγος και την ύπαρξή μου, το αληθινό μου εγώ, το έχασα.

Μια μικρή κλωστή συνείδησης ένωνε το εγώ μου με τον κόσμο. Σε λίγο, η συνείδηση αυτή μου υπέβαλε ότι στον στροβιλισμό μου εκείνο τον δαιμονιώδη, δεν κατέβαινα προς τα κάτω, όπως είχα νομίσει, αλλά απεναντίας ανέβαινα. Έχασα μεμιάς την ιδέα του διαστήματος και του χρόνου και γι’ αυτό δεν μπορώ να καθορίσω, ούτε πόσο έτρεχα, ούτε την ώρα που περνούσε.

Σιγά-σιγά το σκοτάδι γινόταν λιγότερο πυκνό, η ζάλη μου περνούσε και η συνείδησή μου επανερχόταν πιο καθαρή και πιο υψηλή, πιο διάφανη και πιο ευαίσθητη και το σπουδαιότερο, εντελώς νέα από εκείνη που είχα όταν ήμουν κάτω στη γη.

Ήμουν τελείως αδέσμευτος πια από την ύλη. Θαρρούσα πως ανέτειλε όχι ένας, αλλά χίλιοι ήλιοι, γιατί όσο ανέβαινα, τόσο έβλεπα φως…φως…φως, πολύ, άπλετο, εκθαμβωτικό. Και όμως, ούτε ένας ήλιος δεν φώτιζε το περιβάλλον το οποίο με τόση καταπληκτική ταχύτητα προσέγγιζα.

Επιτέλους το σκοτάδι το πέρασα. Η ταχύτητά μου ανακόπηκε και ξαφνικά σταμάτησα χαρούμενος, γελαστός, αναβαπτισμένος. Ήμουν σαν τον άνθρωπο που του είχαν κλείσει τα μάτια με λάσπη και κάποιο θαυματουργό χέρι του τα ανοίγει, για να δει τον ήλιο και τα λουλούδια και τη γαλανή τη θάλασσα.

Άρχισα να καταλαβαίνω λίγο-λίγο τον καινούργιο μου κόσμο και όχι μόνον αυτό, αλλά και ότι κάποιος άλλος, δυνατότερος από μένα, με παρακολουθούσε. Μέσα στο νέο περιβάλλον, ήταν άπειρες άλλες υπάρξεις σαν και μένα που έτρεχαν εδώ κι εκεί, διασταυρώνονταν προς όλες τις διευθύνσεις, όπως αν έχει κλείσει κανείς μέσα σ’ ένα γυάλινο δοχείο, εκατομμύρια μικρών εντόμων.

Και όμως σταμάτησα χωρίς να το θέλω! έλεγα μόνος μου. Έκανα να προχωρήσω, αλλά εκείνος που με παρακολουθούσε με έντονο τόνο, μου το απαγόρευσε και μου είπε:

– Τι θέλεις να κάμεις;
– Να προχωρήσω.
– Να πας πού;
– Αγνοώ.
– Τότε πώς θέλεις να προχωρήσεις;
– Τι να κάνω λοιπόν;
– Να μείνεις εδώ, σ’ αυτό το μέρος, έως ότου καθαριστείς, διότι καθώς βλέπεις τίποτε ακόμη δεν άλλαξε από την ματαιοδοξία και την επιπολαιότητα που είχες κάτω στη γη.
– Έσφαλα με ό, τι ζήτησα;
– Βεβαίως αφού δεν ξέρεις που θέλεις να πας. Εσύ είσαι πνεύμα και το πνεύμα είναι καθαρό, ουδέποτε σφάλλει.
– Είναι το μέρος αυτό το καθαρτήριο;
– Το καθαρτήριο -ευτυχώς για σένα- δεν θα το δεις.
– Ποτέ;
– Είσαι φλύαρος, σώπασε, γιατί όταν με ρωτάς, τόσο είμαι αναγκασμένος να σου απαντώ.

Πράγματι σώπασα και σκεπτόμουν πώς θα περάσω εκεί που βρισκόμουν. Κάτι μου έλεγε ότι το νέο μου περιβάλλον δεν μου ήταν άγνωστο. Εύρισκα τον εαυτό μου πολύ γνώριμο εκεί μέσα, τόσο γνώριμο, ώστε αμέσως ξέχασα πως μόλις προ ολίγου ζούσα σε άλλο εντελώς διαφορετικό περιβάλλον.

Την εντύπωσή μου αυτή, δεν άργησα να την πιστοποιήσω, όχι όμως με μικρή έκπληξη. Ενώ κοίταζα τον τόπο και τον αναγνώριζα, ξαφνικά ήρθε κοντά μου ένας όμιλος και ποιους νομίζετε ότι είδα. Είδα ένα καθηγητή μου των Μαθηματικών, είδα τη γυναίκα του προϊσταμένου μου στο γραφείο που δούλευα, είδα μια ξαδέλφη μου και το μικρό ξαδελφάκι μου, τον Θοδωράκη και πίσω-πίσω είδα να έρχεται αργά και σοβαρός ….ο πατέρας μου.

Όλοι αυτοί, στάθηκαν σε αρκετή απόσταση από μένα και μου έκαναν σημεία χαιρετισμού και υποδοχής. Καταλάβαινα ότι ούτε αυτοί μπορούσαν να με πλησιάσουν, ούτε εγώ είχα τη δύναμη να προχωρήσω.

Τι περίεργη κατάσταση, αλήθεια!

Βασάνιζα τον εαυτό μου άδικα για πράγματα που ήταν φυσικά. Γιατί τι το φυσικότερο πράγμα ήταν για μένα, στη θέση που ήμουν, παρά να καταλάβω πως όλοι αυτοί οι γνωστοί μου είχαν πεθάνει πριν από εμένα και σαν προ ολίγου πεθαμένος που ήμουν εγώ, ήρθαν να με υποδεχτούν.

Ο πατέρας μου καθόταν μακρύτερα από τους άλλους και με κοίταζε με ένα τρόπο στωικό θα έλεγα. Ούτε ανυπομονησία είχε να με πλησιάσει, ούτε φαινόταν η χαρά του για τη συνάντησή μας. Μα να σας πω, όμως κι εγώ, υποθέτω το ίδιο ήμουν. Δεν ξέρω γιατί είχα την αντίληψη πως είμαστε δύο ίδιες καθ’ όλα υπάρξεις και πως αν υπήρξε κάποτε πατέρας μου, αυτό δεν είχε καμιά σημασία, σήμερα που είμαστε και οι δύο ίδιες οντότητες, ίδια πνεύματα, χωρίς αυτή τη φοβερή διάκριση που είχαμε μεταξύ μας στον κόσμο. Είμαστε αληθινά δύο απολύτως όμοιοι.

Ενώ λοιπόν προσπαθούσα να εννοήσω και τις λεπτομέρειες που παρουσίαζε το περιβάλλον μου, ένοιωσα αίφνης εκείνον που με παρακολουθούσε, να με πλησιάζει και ο οποίος μου είπε:

– Η πρώτη παράκληση για την κάθαρσή σου γίνεται. Δώσε την δέουσα προσοχή.

Ήθελα να τον ρωτήσω ποιος ήταν επιτέλους αυτός ο οποίος από καιρού εις καιρόν ερχόταν να με ειδοποιεί για τα συμβαίνοντα και του είπα:
– Σεις ποιος είστε;
– Θα μάθεις αργότερα, πρόσεχε.

Ταυτόχρονα, αισθάνθηκα την ύπαρξή μου να έλκεται κάπου και με μια ταχύτατη και άμεση κίνηση που έκανα προς το μέρος εκείνο, πλησίασα στο σπίτι μου, το κοσμικό σπίτι, όπου επρόκειτο να γίνει η εκφορά της σωρού μου.

Τι αντίθεση!

Είχα εντελώς λησμονήσει ότι μόλις προ ολίγου ήμουν άνθρωπος γήινος, σωματικός , ο οποίος πέθανε και του οποίου θα γινόταν η εκφορά.

Ο παπάς είχε αρχίσει την προκαταρκτική ευχή και ο κόσμος ετοιμαζόταν για την εκκίνηση. Τι κόσμος! Τι τελετές! Ιδού και μερικά στέφανα! Να και η μητέρα μου, η μνηστή μου, ο αδελφός μου ο Πέτρος, οι συγγενείς μου όλοι έκλαιγαν απαρηγόρητα και πενθοφορούσαν.

Η ευχή του παπά, μου έκανε πολλή ευχαρίστηση και μπορώ να βεβαιώσω πως ο μόνος που πρόσεξε την απαγγελία της από όλον εκείνον τον κόσμο, ήμουν εγώ. Γι’ αυτό πολύ λυπήθηκα όταν σταμάτησε ο ιερέας .

Τέσσερις καταλερωμένοι, χονδροχέρηδες άνθρωποι, με πήραν και με έβγαλαν έξω στο δρόμο. Παρακολούθησα κι εγώ με συγκίνηση την έξοδό μου. Αυτό που σας λέω να το πιστέψετε, γιατί ήμουν πράγματι συγκινημένος. Με είχαν ντύσει με την πιο καλή μου ενδυμασία, με είχαν τριγυρίσει με άνθη, μου είχαν βάλει κάποιο νυφικό στεφάνι στο κεφάλι και η μορφή μου είχε μια γλυκύτητα που ποτέ δεν θυμάμαι να είχα όσο ζούσα. Όλα αυτά και ο κόσμος που τόσο πολύ τιμούσε το θάνατό μου, η μητέρα μου και η μνηστή μου που ήταν απαρηγόρητες από την λύπη τους, μου είχαν γεννήσει μια παράξενη συντριβή και μου ερχόταν η διάθεση να φωνάξω σε όλους αυτούς πως δεν πέθανα, πως ζω, πως είμαι καλύτερα τώρα από κάθε άλλοτε, μα αλλοίμονο. Πώς να τα κάνω όλα αυτά; Δεν είχα κανένα μέσον στη διάθεσή μου, κανένα όργανο.

Πήγα κοντά στη μητέρα μου και στη μνηστή μου, στριφογύρισα, τους χάιδεψα το πρόσωπο, τις φίλησα. Τους είπα ό,τι αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή, αλλά και οι δυο τους δεν με κατάλαβαν όσο έπρεπε. Φαίνεται όμως πως κάπως ανακουφίστηκαν γιατί αναστέναξαν παρατεταμένα κι οι δυο.

Τέλος πάντων τι να σας πω! Τα περισσότερα παράξενα και τα παράδοξα, τα συναντούσα τώρα που εγώ ήμουν πνεύμα μέσα στον κόσμο σας και την κοινωνία σας. Ιδού μερικά. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήμουν τόσο βαρύς, τοποθετημένος μέσα στο φέρετρο και γιατί οι τέσσερις λερωμένοι άνθρωποι αγκομαχούσαν για να με μεταφέρουν στον τάφο. Γιατί έκλαιγε όλος αυτός ο κόσμος και με θεωρούσε ως εξαφανισθέντα, ενώ εγώ ζούσα. Γιατί πολλούς από αυτούς που παρακολουθούσαν, τους είχε πιάσει ένας φόβος θεόρατος για τον θάνατο που είχα περάσει εγώ και πολλά άλλα, πάρα πολλά, ώστε είχα μορφώσει την πεποίθηση ότι έζησα σ’ έναν πολύ αφελή και ταπεινό στη σκέψη κόσμο, ανίκανο να καταλάβει λίγο καθαρότερα τα προβλήματα της ψυχής μας.

Φθάσαμε στην εκκλησία. Ήθελα να μπω μέσα μαζί με τους άλλους, μα δεν μπορούσα, κάτι με συγκρατούσε έξω και είχα αρχίσει να ανησυχώ, όταν αυτός που με παρακολουθούσε μου είπε:

– Προχώρησε, μπες και ενσαρκώσου στο σκήνωμά σου, θα μείνεις εκεί όσο διαρκέσει η εξιλαστήρια ακολουθία.

Τον υπάκουσα, γιατί μόνο με την εκτέλεση της παραγγελίας του μπορούσα να μπω στην εκκλησία. Μέσα στο ναό, όπως και καθ’ οδόν, οι περισσότεροι φρόντιζαν και μιλούσαν για τις υποθέσεις τους και μόνο λίγοι που με αγαπούσαν πραγματικά και ήταν συντετριμμένοι, έμειναν όρθιοι στις θέσεις τους και παρακολουθούσαν τη νεκρώσιμη ακολουθία.

Το αγνό αίσθημά τους για μένα, τα λόγια των ψαλτών που ψάλλονταν, οι ευχές των ιερέων, δημιούργησαν ένα ευεργετικό ρευστό που με έκανε πολύ ευχαριστημένο και πραγματικά με ανακούφιζε.

Κατανοούσα ότι η στιγμή ήταν εξαιρετικά κρίσιμη και στη συντριβή από την οποία είχα και εγώ ο ίδιος καταληφθεί, συγκεντρώθηκα και άρχισα να προσεύχομαι στον Πανάγαθο για την συγχώρεση των εκούσιων ή ακούσιών μου παραπτωμάτων. Την ίδια προσευχή δεν είχα κάνει ποτέ ως άνθρωπος. Την ίδια προσευχή έκανα μόνο κάθε φορά που ζούσα ως άνθρωπος και πέθαινα. Κι επειδή ως άνθρωπος είχα πεθάνει μερικές φορές, συμπεραίνω ότι και την προσευχή αυτή την είχα κάνει άλλες τόσες.

Μόλις τελείωσε η ακολουθία, βγήκα έξω από το σκήνωμά μου, αλλά τι διαφορετικός που ήμουν τώρα! Ήμουν πολύ ελαφρότερος, περισσότερο ζωογονημένος και ευχαριστημένος. Η προσευχή μου, οι προσευχές μου των οικείων μου και όσων με αγαπούσαν, οι ευχές της εκκλησίας, είχαν ευεργετικότατα ενεργήσει πάνω στην ύπαρξή μου και πετούσα κυριολεκτικά από χαρά. Το πνεύμα που με παρακολουθούσε με πλησίασε και μου είπε!

– Εμπρός στο ενδιαίτημά σου.

Με ταχύτατη πάλι και άμεση κίνηση, κατευθύνθηκα στο περιβάλλον το ουράνιο, το οποίο προ ολίγου είχα εγκαταλείψει. Κανείς πλέον δεν βρισκόταν εκεί. Οι γνωστοί μου που είχα συναντήσει, είχαν γίνει άφαντοι. Ήμουν απολύτως μόνος και καμιά άλλη αντίληψη δεν μπορούσα να σχηματίσω, παρά τη σοβαρή και καθορισμένη και απαρέγκλιτη λειτουργία του Σύμπαντος, το οποίο αισθανόμουν να υπάρχει σε όλες τις διευθύνσεις.

Μάταια αναζητούσα στη μοναξιά μου εκείνη έναν οποιονδήποτε άγνωστο σύντροφο. Μόνο το πνεύμα που με παρακολουθούσε, με πλησίασε και μου είπε:

– Ήρθε, όπως βλέπεις, και η στιγμή της συγκέντρωσης και της προπαρασκευής για τη ζωή που πρόκειται να κάνεις στους ουρανούς. Διάθεσε τον εαυτό σου όπως νομίζεις καλύτερα. Για λίγο ακόμα θα μετέχεις και στον υλικό κόσμο, από τον οποίον αποσπάστηκες… Ύστερα η κρίση και η ανταμοιβή … ανάλογα με τις πράξεις σου.

Μείνε στη μόνωσή σου συγκεντρωμένος, σύναξε τον απολογισμό σου … η φοβερή για σένα στιγμή … η τραγική για σένα στιγμή του θανάτου ή της ζωής, της αφάνειας ή της αιωνιότητας, της ευδαιμονίας ή του πυρός αγγίζει μετά από λίγο…

Η υπερ-πνευματική πάλη σε αναμένει και σου εύχομαι νικητήρια…

Χαίρε!

Γεμάτος παράπονο στράφηκα προς αυτόν:

– Δεν θα σας ξαναδώ;
– Άλλοτε.
– Αν σας ζητήσω;
– Είμαι ο Ραμού και είσαι από καταβολής εμού και σου, ο πνευματικός μου γιος. Πνεύμα εκ του πνεύματός μου. Εάν σου τύχει κάποια δύσκολη στιγμή και μπορώ να σε βοηθήσω θα το κάνω.
Θάρρος… Ο ρόλος τον οποίον μέχρι σήμερα έπαιξα επάνω σου ως φύλακας άγγελός σου σε όλη την τελευταία ανθρώπινη ζωή σου, τέλειωσε… Ίπταμαι τώρα προς τη σφαίρα του ενδιαιτήματός μου, όπου θα αναμένω να εναγκαλιστώ το τέκνο μου.

Χαίρε….

Με τις λέξεις αυτές εξαφανίστηκε, ενώ εγώ προικισμένος ξαφνικά με την ανάμνηση όλων των παρελθόντων, έπλεα… έπλεα σε χρόνους πολύ παλιάς εποχής.

Έμεινα μόνος.

Για να εξηγηθώ καλύτερα όμως πρέπει να σας πω πως δεν ήμουν και εντελώς μόνος, γιατί ένοιωθα γύρω μου όλον τον άλλον κόσμο που ζούσε.

Μάλλον είχα αποκλειστεί σ’ ένα αόρατο στενό κλουβί. Εκεί μέσα αισθάνθηκα σε τρία κατά συνέχεια διαλείμματα, να μου έρχονται μερικές ευεργετικές επήρειες από τη γη, από τους δικούς μου που είχα αφήσει. Θυμήθηκα πως οι συγγενείς μου είχαν κάνει επιμνημόσυνες δεήσεις στις τρεις, στις εννέα και στις σαράντα μέρες του θανάτου μου και η ανακούφιση που μου είχε δοθεί ήταν πολύτιμη.

Μετά την τρίτη δέηση των σαράντα ημερών, αισθάνθηκα κάτι άλλες επήρειες να γεμίζουν την ύπαρξή μου, αλλά αυτή τη φορά η προέλευσή τους ήταν από τον ουρανό.

Έπαιρνα σιγά-σιγά συνείδηση, όχι μόνο της ύπαρξής μου, αλλά και της ύπαρξης των άλλων και ξαφνικά προικίστηκα με την αίσθηση του παρελθόντος.

Η προίκα αυτή, αδελφοί μου ήταν φοβερή.

Θυμήθηκα όλες τις προηγούμενες υπάρξεις μου.

Το μεγάλο αυτό πλεονέκτημα, το οποίο μόλις ενσαρκώνεται ο άνθρωπος χάνει, το είχα επανακτήσει τη στιγμή εκείνη.

Είδα τότε ποιος ήμουν απ’ αρχής από την πρώτη ενσάρκωσή μου μέχρι την τελευταία.

Όταν για πρώτη φορά ήρθα στον κόσμο ως άνθρωπος, ήμουν παιδί του πλούσιου Αθηναίου Αγαθοκλή και με έλεγαν Νεοκλή. Είχα και μια αδελφή η οποία πάλι ποια νομίζετε ότι ήταν; Η μνηστή μου που παραλίγο να νυμφευόμουν στην τελευταία μου ενσάρκωση, αν δεν συνέβαινε να πεθάνω.

Όμως τώρα που είχα συνείδηση των πράξεών μου, των μεγάλων Νόμων που διοικούν το αόρατο και ορατό Σύμπαν, κατανόησα ότι ακριβώς η προσεχής ένωσή μου με τη μνηστή μου και συνάμα πνευματική αδελφή μου, ήταν η αιτία που πέθανα. Ποτέ δεν επιτράπηκε να ενωθούν σαρκικά δύο πνευματικοί αδελφοί και έτσι προκλήθηκε ο θάνατός μου.

Την πνευματική αυτή αδελφή μου, την είχα ως αδελφή, ως μητέρα, ως πεθερά σε διάφορες άλλες ενσαρκώσεις, ποτέ όμως δεν έγινε σύζυγός μου. Τώρα λοιπόν που είχα πεθάνει, έβλεπα όλες τις αληθινές αλήθειες και ο κόσμος είχε αλλάξει όψη.

Γ.Φ.

Σημείωση:
Ο αγαπητός μου συνεργάτης κ. Γ. Φ., αναγκασμένος για σοβαρούς λόγους να αναχωρήσει στο εξωτερικό, μας απηύθυνε την παρακάτω επιστολή την οποίαν κατά καθήκον δημοσιεύουμε:

Αγαπητέ «Έων» και φίλε κ. Διευθυντά
Η αστάθεια της ανθρώπινης ζωής, με αναγκάζει να αναχωρήσω για σοβαρούς λόγους στο εξωτερικό.

Νέο θεόρατο κύμα με συναρπάζει και μου ανοίγει νέα βιοπάλη και νέους αγώνες.

Υπό το κράτος της ανάγκης αυτής, αναγκάζομαι κι εγώ να διακόψω την πνευματική μου μυθιστορία «Αφού πέθανα» και την απόφαση αυτή παίρνω με τη μεγαλύτερη λύπη μου.

Επιθυμώ να μην αφήσω με ανεκπλήρωτη την επιθυμία των αναγνωστών μου, όσων είχαν την καλοσύνη να την παρακολουθήσουν, όσον αφορά τη συνέχεια και σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε να πω εδώ με δύο λέξεις το τέλος:

Ο ήρωας της μυθιστορίας, αφού κατάλαβε πλέον ότι η μνηστή του ήταν η πνευματική του αδελφή, γίνεται ο φύλακας άγγελός της. Η αδελφή του όμως αυτή, λησμόνησε την αγάπη με την οποία είχε συνδεθεί με τον ήρωα μας όταν ήταν στη ζωή, παρεκτράπηκε και έγινε ελεύθερη γυναίκα.

Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, ο ήρωάς μας εξανέστη και με πολλές παρακλήσεις και ικεσίες, πήρε την άδεια από τον αόρατο κόσμο να ενσαρκωθεί ως γιος της πνευματικής του αδελφής.

Έτσι κι έγινε. Και αφού γεννήθηκε και αναστήθηκε και ανδρώθηκε, κατόρθωσε με μεγάλη αυτοθυσία και αυταπάρνηση, να κάνει τη μητέρα του -αδελφή του πνευματική και άλλοτε μνηστή του εγκόσμια- να μετανοήσει και να σώσει την ψυχή της.

Ο γιος της αυτός, επιστρατεύθηκε κι έπεσε μαχόμενος κατά του εχθρού στο μέτωπο, τη στιγμή ακριβώς που εξέπνεε και η μητέρα του στο μοναχικό μικρό της σπίτι.

Όταν ανέβηκαν κι οι δυο στους Ουρανούς αναγνωρίστηκαν και προσήλθαν για να καθαριστούν και να ετοιμαστούν για τη νέα ενσάρκωσή τους, αφού η προηγούμενη δεν συνετέλεσε καθόλου στο να ΜΑΘΟΥΝ και να ΕΞΕΛΙΧΘΟΥΝ.

Αυτό είναι περίπου το θέμα μου.

Οι αναγνώστες του «Έων» κι σεις ας με συγχωρήσουν για το απρόοπτο. Μένω με τις καλύτερες αναμνήσεις
Γ. Φ.

Τάγμα του Κρίνου και του Αετού