ΓΙΑΤΙ Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΙ ΚΑΤ’ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Εδώ στο Τάγμα, όλη μας η Διδασκαλία βασίζεται σε δύο γνώμονες, σε δύο θεμελιώδεις αρχές.

Η μια είναι η αρχή της Σοφίας και η άλλη της Αγάπης.

Έχουμε δηλαδή την αντίληψη, ότι για ν’ αναγεννηθούν οι άνθρωποι, χρειάζονται και τους δύο αυτούς παράγοντες – και τον παράγοντα της Αγάπης και τον παράγοντα της Σοφίας.

Όσο λοιπόν μιλάμε για Σοφία, οι άνθρωποι δεν έχουν καμία αντίρρηση, το βρίσκουν σωστό, αληθινό, απαραίτητο και καλό, γιατί παραδόξως νομίζουν πως ρέπουν προς τη Σοφία. Εκείνο όμως που φαίνεται παράδοξο, είναι όταν ακούνε ότι η Αγάπη είναι όρος απαραίτητος, είναι μέσο με το οποίο θα μπορέσουν οι άνθρωποι ν’ αναγεννηθούν, να εξελιχθούν και κυρίως και προ παντός να ευτυχίσουν.

Έχουν σχηματίσει τη γνώμη ότι η Αγάπη, η Καλοσύνη και το Καλό, είναι μεν αρχές και παραινέσεις μεγάλων σοφών και ηθικολόγων, αλλά όμως όχι και τόσο απαραίτητες για την ευτυχία της ανθρωπότητας.

Με άλλα λόγια, εμείς οι άνθρωποι έχουμε σχηματίσει την αντίληψη ότι το Καλό, η Καλοσύνη, η Αγάπη κ.τ.λ. δεν είναι απαραίτητοι όροι για να εδραιώσουν μια κατάσταση στην Κοινωνία, που θα την κάνει ευτυχισμένη.

Νομίζουμε πως η Σοφία είναι ο πρωταρχικός και μοναδικός όρος και πως μέσω της Σοφίας, θα μπορέσουμε να γίνουμε καλύτεροι και ευτυχέστεροι. Όλα τ’ άλλα νομίζουμε πως είναι μεν καλά και άγια, αλλά δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα, τα οποία δεν συμβάλλουν στο να γίνουμε πιο ευτυχισμένοι εμείς οι άνθρωποι και κατ’ επέκταση όλη η ανθρωπότητα.

Απόδειξη είναι η εκπαίδευσή μας.

Πόσο μελάνι δεν έχει χυθεί, πόσα συγγράμματα και πόσα βιβλία δεν έχουν γραφτεί μόνο και μόνο για να πλουτίσουμε τις γνώσεις μας και να μάθουμε χίλια δύο πράγματα – ενώ για το χαρακτήρα μας, πολύ λίγα πράγματα έχουν γίνει.

Για παράδειγμα, ποτέ δεν δίνουμε εξετάσεις χαρακτήρα για να πάρουμε δίπλωμα, είτε γιατροί, είτε δάσκαλοι, είτε αστρονόμοι, είτε οτιδήποτε άλλο θέλουμε να γίνουμε. Αρκεί για να πάρουμε το δίπλωμά μας, να ξέρουμε τους κανόνες του επαγγέλματος.

Όσον αφορά τον χαρακτήρα μας … Ε!!! Αυτός, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία.

Σας τα είπα όλα αυτά, για να σας αποδείξω ότι ο άνθρωπος, όσον αφορά τη Σοφία, δεν έχει να παραπονεθεί, έχει κάνει αρκετά για τα οποία μπορεί να είναι τελείως ικανοποιημένος, όσον αφορά όμως την Αγάπη, το Καλό, την Καλοσύνη, πολύ λίγα είναι αυτά που έχει κάνει.

Όπως, λοιπόν, σας είπα προηγουμένως, ο Κριναετός έχει τη γνώμη ότι τόσο η Αγάπη, όσο και η Σοφία, είναι όροι εντελώς απαραίτητοι για την ευόδωση και την ευτυχία της Ανθρωπότητας.

Ο Κριναετός, μάλιστα, κάνει και κάτι άλλο.

Υπερθεματίζει κυρίως και προ παντός, σχετικά με την Αγάπη.

Γι’ αυτήν μιλάει συνέχεια, ενώ για τη Σοφία δεν λέει και τόσα πολλά πράγματα.

Άραγε, όμως, έχουμε κριτήρια ότι το Καλό, η Καλοσύνη και η Αγάπη, είναι απαραίτητοι όροι για την Ευτυχία μας, έτσι ώστε να το παρουσιάσουμε διαφορετικά απ’ ότι μας το παρουσιάζουν οι διάφοροι ηθικολόγοι; Ίσως.

Εμείς, εδώ στον Κριναετό, λέμε συνεχώς ότι ο άνθρωπος πρέπει να γνωρίσει τον εαυτό του. Βασιζόμαστε πάντα, στο αθάνατο ρητό του Σωκράτη, το “Γνώθι σ’ αυτόν”.

Εφόσον, λοιπόν, ο άνθρωπος δεν μελετά τον εαυτό του, αν δεν ερευνά και δεν ψάχνει να βρει από τι αποτελείται, ποιοι νόμοι τον διέπουν, ποιες είναι οι ανάγκες του, ποιες είναι οι δυνατότητές του, όλες του οι προσπάθειες θα είναι μάταιες, τυχαίες, σπασμωδικές. Θα αποτελούν πολύ μικρές πιθανότητες βελτίωσης, αλλά μόνο προσωρινά, ενώ η Ανθρωπότητα έχει ανάγκη ριζικής βελτίωσης για να επουλώσει τις αγιάτρευτες πληγές από τις οποίες πάσχει.

Ό,τι διδάσκουμε και λέμε εδώ μέσα, το βασίζουμε στον Ορθολογισμό. Δεν αποκλείεται η διδασκαλία μας να διαφέρει από τις κοινώς παραδεκτές ως σήμερα και να μην γίνει απ’ όλο τον κόσμο αποδεκτή. Αυτό όμως, δεν μας πειράζει, γιατί γνωρίζουμε ότι δυστυχώς ο κόσμος τίποτα δεν παραδέχεται εύκολα. Προτιμά να βρίσκεται στην πλανεμένη αντίληψή του, ανεξάρτητα τώρα, αν κάθε πενήντα χρόνια υποχρεώνεται ν’ αλλάξει τα συστήματα και τις πεποιθήσεις του και όλα εκείνα που άλλοτε αποτελούσαν το ακλόνητό του πιστεύω.

Επειδή, όμως, δεν μας χαρακτηρίζει ο φανατισμός και δεν είμαστε προκατειλημμένοι, αδιαφορούμε για το ποιος είπε μια γνώμη και σε ποιον ανήκει, παραδεχόμαστε ό,τι παραδέχεται η λογική μας, εξετάζουμε ένα ζήτημα ανεπηρέαστα και όταν μόνοι μας διαπιστώσουμε πως είναι λογικό, το ενστερνιζόμαστε, το κάνουμε δική μας αρχή, αδιαφορώντας για την κοινή γνώμη.

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, πρεσβεύουμε κάπως διαφορετικά πράγματα.

Πώς όμως τώρα, θα μπορέσουμε να δικαιολογήσουμε την Αγάπη ως απαραίτητο γνώμονα, ως παράγοντα απολύτως αναγκαίο, τέλος, ως συμφέρον βαθύ της Ανθρωπότητας;

Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτό και να το καταλάβουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε μερικές παρεκβάσεις.

Αν παρατηρήσουμε λίγο τους ανθρώπους, θ’ αντιληφθούμε εύκολα ότι έχουν μια μονόπλευρη τάση, μια αντίληψη φανατισμένη, που τους κάνει ν’ αγνοούν όλες τις αλήθειες, εκτός από εκείνες – που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις τους.

Όταν δηλαδή είναι λιγάκι αφηρημένο και χρειάζεται σκέψη και λογική, δεν το αντιλαμβάνονται και μόνο εκείνο, που έμμεσα ή άμεσα, χτυπά τις αισθήσεις τους το καταλαβαίνουν και το παραδέχονται.

Παραδείγματος χάρη, εμείς οι άνθρωποι ως Κοινωνία, έχουμε αποδεχτεί ότι μας διέπουν με πολύ σταθερό τρόπο ορισμένοι υλικοί νόμοι, που η καταστρατήγησή τους θα επηρέαζε την υλική μας ζωή.

Θεωρούμε καθήκον απαράβατο να προφυλαγόμαστε και να μη ερχόμαστε ποτέ αντιμέτωποι μ’ αυτούς – κάθε μέλος της κοινωνίας που καταστρατηγεί τους νόμους αυτούς, τιμωρείται και απομονώνεται, γιατί θέλησε να βλάψει το κοινό καλό.

Έχουμε, για παράδειγμα διαπιστώσει ότι, ενώ είμαστε ανεξάρτητοι μεταξύ μας, ενώ ο καθένας είναι ξεχωριστό άτομο, υπάρχουν ωστόσο, μερικοί παράγοντες που μας ενώνουν και αποτελούν είτε κοινό κίνδυνο, είτε κοινή ευμάρεια.

Αυτούς τους παράγοντες, τους προσέχουμε, τους παρακολουθούμε και προσπαθούμε πάντοτε ν’ απομονώσουμε το μέλος εκείνο που θ’ αποτελούσε κοινό κίνδυνο, όπως και το αντίθετο , να ερχόμαστε δηλαδή σ’ επαφή μ’ εκείνο που θ’ αποτελούσε κοινό όφελος.

Ένας, λοιπόν, απ’ αυτούς τους παράγοντες είναι η Δημόσια Υγεία.

Κάναμε τη διαπίστωση ότι όλοι μας συνδεόμαστε μεταξύ μας αναγκαστικά με τον αέρα. Διαπιστώσαμε επίσης ότι ο αέρας αυτός που αναπνέουμε – που μας είναι τελείως απαραίτητος για να ζήσουμε – είναι γεμάτος μικρόβια, κι επειδή αναπνέουμε αυτόν τον αέρα, αναπνέουμε αναγκαστικά κι αυτά τα μικρόβια.

Λέμε επίσης, ότι τα μικρόβια αποτελούν δημόσιο κίνδυνο και κάθε μέλος της Κοινωνίας έχει αναλάβει το καθήκον να προσέχει και να διαπιστώνει ότι ο αέρας που αναπνέει είναι καθαρός, έτσι ώστε να μη μεταδίδονται τα διάφορα μικρόβια που προσβάλλουν την υγεία μας. Ακόμη περισσότερο όταν αρρωστήσουμε, προσέχουμε πάρα πολύ τους φίλους μας να μην έρχονται σ’ επαφή μαζί μας ή προσπαθούμε να τους εξασφαλίσουμε, όσο μπορούμε, πιο καθαρό αέρα, ώστε να τους προφυλάξουμε από τα μικρόβια. Προσπαθούμε δηλαδή όχι μόνο να σώσουμε τον εαυτό μας, αλλά να προφυλάξουμε και τους άλλους.

Έχουμε μάθει πολύ καλά και πιστεύουμε ακράδαντα πως πρέπει να σεβόμαστε τη ζωή των άλλων, γιατί είναι ιερή. Αυτή την αλήθεια – γιατί περί αλήθειας πρόκειται – την έχουμε καταλάβει πολύ καλά και πάντα προσπαθούμε να προφυλάσσουμε τους άλλους, όταν είμαστε άρρωστοι, μη τυχόν και μολυνθούν κι αυτοί. Η ιδέα αυτή, ακριβώς επειδή προκύπτει από μια αλήθεια, είναι τόσο ακλόνητη, ώστε, οποιοσδήποτε προσπαθούσε να διαδώσει τα μικρόβια, θα χαρακτηρίζονταν ως υπ’ αριθμόν 1 εχθρός της Κοινωνίας, όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι.

Είναι τόσο ευνόητο, ώστε οποιαδήποτε άλλη εξήγηση είναι περιττή.

Την αντίληψη αυτή της Δημόσιας Υγείας, τη δημιουργήσαμε λόγω του κινδύνου που διατρέχουμε. Και ο κίνδυνος των μικροβίων δεν θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε και το μέσο που μεταδίδει τα μικρόβια, δηλαδή ο αέρας.

Αν π.χ. δεν αναπνέαμε ή αν δεν υπήρχε ο αέρας, ασφαλώς δεν θα κολλούσαμε τις διάφορες ασθένειες που μεταδίδονται απ’ αυτόν.

Επειδή όμως ξέρουμε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει – ο αέρας, ο κοινός αυτός συνδετικός κρίκος εξακολουθεί να είναι πάντα ο φορέας των μικροβίων – γι’ αυτό παίρνουμε όλα τα κατάλληλα μέτρα, όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις, έτσι ώστε να περιορίσουμε τις πιθανότητες του κινδύνου στο ελάχιστο δυνατό.

Στο θέμα αυτό λοιπόν, φερόμαστε πολύ-πολύ λογικά, γιατί καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο, όσο κι αν είμαστε άτομα ξεχωριστά και φαινομενικά ανεξάρτητα.

Καταλάβαμε πως όλοι μας συνδεόμαστε υλικά μεταξύ μας, πως η ανθρωπότητα δηλαδή έχει ένα και μόνο υλικό σώμα, εφόσον όλα τα σώματα συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός συνδετικού κρίκου, που είναι ο αέρας. Εφόσον υπάρχει κάτι που τα ενώνει και επιτρέπει τη μετάδοση είτε μικροβίων, είτε ασθενειών, θα πει πως η ανθρωπότητα είναι ένα σώμα.

Υπάρχουν όμως κι άλλα επίπεδα, εκτός από το υλικό, που δεν εξερευνήθηκαν ακόμη και που, αν εξετασθούν και ερευνηθούν, θα αποκαλύψουν ότι η ανθρωπότητα συνδέεται και με ένα άλλο συνδετικό κρίκο, όχι πλέον σωματικά, αλλά με άλλο τρόπο.

Πιθανόν τότε, να αναφανεί ένας άλλος κίνδυνος, εξ ίσου ισχυρός και αδυσώπητος με τον κίνδυνο των μικροβίων των ασθενειών.

Εμείς εδώ στον Κριναετό, έχουμε μια θεωρία, λέμε δηλαδή πως ο άνθρωπος δεν είναι μόνο υλικός, δεν έχει μόνο σώμα και χωρίς να λεπτολογώ, λέμε πως ο άνθρωπος έχει σώμα, ψυχή και πνεύμα, πως είναι δηλαδή τρισυπόστατος. Διαπιστώνουμε την ύπαρξη των τριών αυτών υποστάσεων και αποδίδουμε σε κάθε μια απ’ αυτές ανάλογες ανάγκες και αρετές, που αναγκαστικά απορρέουν από τη φύση τους. Όπως π.χ. το σώμα έχει ανάγκη να τραφεί υλικά για να μην αποσυντεθεί, έτσι και η Ψυχή και το Πνεύμα έχουν ανάγκη τροφής, ανάλογης όμως με τη φύση τους.

Όσον αφορά το Πνεύμα, δεν μπορούμε να έχουμε παράπονα, διότι ο άνθρωπος δεν το αδίκησε – του έδωσε τροφή, όσο μπορούσε περισσότερη, ανεξάρτητα αν δεν ήταν και τόσο πολύ κατάλληλη.

Πάντως, δεν το αγνόησε.

Εκείνο όμως που παραμέλησε εντελώς, είναι η ενδιάμεση τρίτη κατάσταση, η Ψυχή, από την οποία πηγάζουν όλα τα αισθήματά μας. Αν τώρα η Ψυχή είναι η έδρα των αισθημάτων μας, είναι θέμα που την εξήγησή του πρέπει ν’ αναβάλλουμε για αργότερα. Το γεγονός, όμως, είναι ότι ο άνθρωπος παραμέλησε τελείως την Ψυχή του.

Τώρα γιατί την παραμέλησε, είναι εντελώς ακατανόητο, αφού από ατομική πείρα γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος περισσότερο αισθάνεται παρά σκέφτεται.

Ο άνθρωπος αισθάνεται, συγκινείται, δονείται και πάλλεται από αισθήματα, τα οποία του υπαγορεύουν και του καθορίζουν τις σκέψεις του.

Ξέρετε πολύ καλά ότι η σκέψη μας πάντοτε επηρεάζεται από τα αισθήματά μας. Όταν π.χ. είμαστε χαρούμενοι, οι σκέψεις μας είναι αισιόδοξες. Όταν αγαπάμε, βλέπουμε όλα τα πράγματα ρόδινα και εύκολα. Όταν πάλι είμαστε κυριευμένοι από οργή, κάνουμε πράξεις για τις οποίες αργότερα μετανοούμε πολύ.

Όλα αυτά, τι άλλο σημαίνουν από το ότι τα αισθήματά μας επηρεάζουν πολύ τις σκέψεις μας; Είναι κάτι το οποίο ασφαλώς έχει υποπέσει στην αντίληψη όλων μας. Γι’ αυτό ακριβώς λέω πως είναι απορίας άξιο και ακατανόητο. Μολονότι έχουμε αντιληφθεί πως τα αισθήματά μας επηρεάζουν τις σκέψεις μας, δεν εξετάζουμε την αισθητική μας κατάσταση, ώστε να δούμε ποιες είναι οι απαιτήσεις και ανάγκες της – ούτε εξετάζουμε μη τυχόν, αφήνοντάς την παράμερα και ανικανοποίητη, το γεγονός αυτό μας βλάπτει και μας δημιουργεί μια ζωή ανισόρροπη και δυσαρμονική. Αν το είχαμε κάνει, πολλά δεινά θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί.

Όπως λοιπόν είπα και προηγουμένως, εκείνο που πρέπει να διαπιστώσουμε και μας ενδιαφέρει στο σημερινό μας θέμα, είναι αν αυτό που αποκαλούμε Ψυχή, υπάρχει.

Το ότι υπάρχει, είναι αναμφισβήτητο. Μπορεί άλλος να την ονομάζει υποσυνείδητο και άλλος κατά την αρεσκεία του.

Κατά τον ίδιο τρόπο που, όπως ονομάζουμε το Θεό, ο καθένας μας εννοεί το ίδιο πράγμα και δεν έχει καμία σημασία, έτσι και για την Ψυχή, είτε την αποκαλούμε περίπνευμα, είτε υποσυνείδητο, δεν παίζει κανένα ρόλο. Όλοι μας ξέρουμε πως έχουμε κάτι από το οποίο πηγάζουν τα αισθήματά μας.

Αλλά μόνο εμείς οι άνθρωποι έχουμε αυτό το κάτι που ονομάζουμε Ψυχή;

Αν εξετάσουμε το γύρω μας κόσμο, δεν θα μπορούσαμε άραγε να διαπιστώσουμε κάτι ανάλογο;

Μου φαίνεται ναι!

Από διάφορες μελέτες και από διάφορα πειράματα που έχει κάνει η Επιστήμη μέχρι σήμερα, έχει ανακαλύψει ότι αυτό που αποκαλούμε Ύλη έχει ένα κύριο και χαρακτηριστικό γνώρισμα. Αυτό είναι ότι η Ύλη δεν είναι κάτι το απόλυτα συνεχές – είναι μεν σαν κορδέλα μακριά, αλλά αποτελείται από μικρά σωματίδια που αποκαλούμε άτομα.

Ό,τι βλέπουμε ως πράγμα υλικό, δεν είναι κάτι το συμπαγές και συνεχές, αλλά άπειρα σωματίδια που δεν εφάπτονται μεταξύ τους – βρίσκονται σε μια απόσταση – και διατηρούν κάποια μορφή.

Για παράδειγμα: το τραπέζι που βλέπουμε μπροστά μας. Νομίζουμε πως το σανίδι από το οποίο αποτελείται, είναι κάτι το συνεχές και συμπαγές.

Αυτό όμως είναι μια πλάνη.

Η επιστήμη έχει αποδείξει ότι με τρόπο που δεν χωρά αμφισβήτηση, ότι το σανίδι αυτό – και οτιδήποτε άλλο υλικό πράγμα – αποτελείται από μικρά σωματίδια, βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Αν τώρα εμείς το βλέπουμε ως συνεχές και συμπαγές, είναι γιατί το μάτι μας είναι καμωμένο έτσι που να μην μπορεί να το δει διαφορετικά. Ξέρουμε όμως πολύ καλά ότι αυτό που βλέπουν τα μάτια μας, δεν είναι απόλυτο.

Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο, έχουμε την αντίληψη πως τον διακρίνει επίσης η συνέχεια. Κι όμως, ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αποτελείται από μικρο-οργανισμούς, από εκατομμύρια κυττάρων, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, που σχηματίζουν τα διάφορα όργανα, τα οποία είναι κι αυτά βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο και σιγά-σιγά αποτελούν αυτό που αποκαλούμε ανθρώπινη μορφή.

Όλα αυτά, τα παραδεχόμαστε ασυζητητί, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία.

Πώς όμως συμβαίνει οι διάφοροι αυτοί μικροοργανισμοί, τα διάφορα μικροσωματίδια, τα κύτταρα και τα όργανα, να μη διασπώνται, να μη φεύγει το ένα μακριά από το άλλο και η μορφή να μην αποσυντίθεται, αφού υπάρχει απόσταση μεταξύ τους και το ένα είναι ανεξάρτητο από το άλλο;

Π.χ: Εγώ. Πώς, αφού τα διάφορα κύτταρά μου δεν εφάπτονται μεταξύ τους, πώς η μορφή μου δεν αποσυντίθεται;

Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα, τόσο οι φίλοι μας οι υλιστές, όσο και οι επιστήμονες, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν την εξής υπόθεση: ότι αναγκαστικά πρέπει να υπάρχει ένας παράγοντας συνδετικός, που να συνδέει όλα αυτά τα κύτταρα μεταξύ τους. Ένας παράγοντας, ο οποίος θα ασκεί μια έλξη και μια άπωση, κατά το μάλλον ή ήττον, ίσης έντασης, έτσι ώστε να διατηρεί τη συνοχή των κυττάρων στην ίδια απόσταση, οπότε και θα διατηρείται η μορφή.

Εάν δεν έχουμε αυτή την υπόθεση, τότε τίποτα δεν μπορεί να μείνει σταθερό και όλα τα υλικά σώματα θα ήταν καταδικασμένα σε ρευστοποίηση. Προ πολλού όμως, μια μεγάλη μερίδα της Επιστήμης, έχει παραδεχθεί τον Αιθέρα, ένα παράγοντα που σκοπό έχει να ενώνει τα διάφορα μέρη ενός σώματος και τις διάφορες μορφές μεταξύ τους, μικρές ή μεγάλες.

Η Γη έλκει όλα τα σώματα προς το κέντρο της. Γιατί, για παράδειγμα, οι άνθρωποι δεν πέφτουν στο κενό, αφού γνωρίζουμε πως η Γη γυρίζει; Θα μου πείτε, υπάρχει ο νόμος της βαρύτητας και της έλξης. Αλλά, πώς επιτυγχάνεται αυτό αν μεταξύ των ανθρώπων και της Γης υπάρχει κενό; Αφού οι άνθρωποι δεν είναι καθηλωμένοι πάνω στη Γη, εάν υπήρχε κενό, οι Νόμοι της Έλξης και της Βαρύτητας, δεν θα μπορούσαν να δράσουν. Άρα, πρέπει να υπάρχει κάποιος παράγοντας, που να επιτρέπει σ’ αυτή τη δύναμη να εξασκηθεί.

Τα διάφορα σώματα, τ’ αστέρια, οι ήλιοι και οι δορυφόροι, έλκονται μεταξύ τους και αποτελούν στο σύνολό τους μια απέραντη παγκόσμια μορφή, η οποία έχει σχήμα και εξακολουθεί να υφίσταται, ακριβώς γιατί υπάρχει ο αιθέρας.

Πώς η Γη παραμένει πάντα στην ίδια απόσταση από τον Ήλιο; Πώς δεν το σκάει; Πώς δεν φεύγει από την τροχιά της, αφού για αιώνες στρέφεται γύρω απ’ αυτόν; Πώς, επίσης, η Γη έλκει και παρασύρει εξακολουθητικά τη Σελήνη κατά την περιστροφή της γύρω από τον Ήλιο; Και, εάν υπήρχε κενό, θα μπορούσαν να δράσουν οι νόμοι της Έλξης;

Όλα αυτά γίνονται, επειδή απλούστατα υπάρχει ο αιθέρας, που επιτρέπει στους νόμους της έλξης και της άπωσης να δρουν.

Γιατί τώρα κάναμε όλες αυτές τις σκέψεις;

Για να διαπιστώσουμε με τον πιο εύκολο τρόπο πως, όπως μεταξύ των υλικών σωμάτων υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος, ο αέρας, ο οποίος ενώνει όλα τα σώματα μεταξύ τους και μεταβιβάζει είτε μικρόβια, είτε ασθένειες από το ένα σώμα στο άλλο, έτσι υπάρχει και μια άλλη ύλη, πιο λεπτή, πιο αστάθμητη, που δεν φαίνεται, αλλά αναγκαστικά δεχόμαστε πως υπάρχει και την αποκαλούμε αιθέρα.

Μέσα σ’ αυτόν τον αιθέρα, λούζονται όλοι οι άνθρωποι, όλα τα σώματα, είτε είναι έμψυχα, είτε άψυχα. Λούζονται οι πάντες και τα πάντα εξακολουθητικά. Μας καλύπτει, μας διαπερνά πέρα για πέρα, τόσο εμάς τους ανθρώπους, όσο και τα πιο λεπτά και μικρά κύτταρα και τις μεγαλύτερες μάζες. Παντού υπάρχει και μας περιβάλλει αυτή η παράξενη ουσία που αποκαλούμε αιθέρα.

Όπως ο Αέρας είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των υλικών σωμάτων, έτσι και ο Αιθέρας μας συνδέει. Μας συνδέει όμως διαφορετικά από τον αέρα. Ο Αιθέρας δεν είναι φορέας μικροβίων, όπως ο αέρας, απλούστατα γιατί δεν είναι υλικός.

Την ύλη την χαρακτηρίζουμε από ορισμένες ιδιότητες που έχει. Ο αέρας είναι υλικός και ενδιαφέρεται κυρίως για το σώμα, ενώ ο αιθέρας, λόγω της φύσης του, δεν ενδιαφέρεται για το σώμα, αλλά κυρίως και προπαντός για την ψυχή.

Αυτό που αποκαλεί η επιστήμη αιθέρα, εμείς το αποκαλούμε Παγκόσμια Ψυχή.

Όταν λοιπόν παραδεχθεί αυτές τις απόψεις ο αμερόληπτος ερευνητής, δεν φαίνεται και πολύ παράδοξο να κάνει διαφορετικές σκέψεις. Θα υποχρεωθεί να σκεφτεί ανεπηρέαστα, έστω κι αν δεν συμφωνούν με τις πεποιθήσεις του και όχι να τις πετάξει φανατισμένα, όπως ο πολύς κόσμος.

Όταν παραδεχθεί μια τέτοια πραγματικότητα, ότι δηλαδή, εκτός από τον αέρα που μας συνδέει υλικά μεταξύ μας, υπάρχει και η ψυχή που μας συνδέει με διαφορετικό τρόπο, τότε, λέγω, φτάνει σε συμπεράσματα διαφορετικά και πολύ εποικοδομητικά για το θέμα που μας απασχολεί.

Εφόσον η Ψυχή υπάρχει και είναι το μέσο επικοινωνίας μεταξύ των υλικών μορφών και εφόσον έχω σώμα και γνωρίζω ότι το Πνεύμα δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με αυτό αν δεν υπήρχε η Ψυχή, είμαι υποχρεωμένος να πω ότι η Ψυχή αποτελεί συνδετικό κρίκο μεταξύ σώματος και Πνεύματος, αλλά επίσης και μεταξύ των ανθρώπων, είτε μικρών είτε μεγάλων, είτε κοντά βρίσκονται είτε μακριά.

Οπότε, γεννάται το ερώτημα και πρόβλημα για λύση: Όταν έχω μικρόβια αποβαίνω, μέσω του αέρα, δημόσιος κίνδυνος. Όταν έχω κακά αισθήματα, άραγε, βλάπτω μόνο τον εαυτό μου;

Το ότι βλάπτω τον εαυτό μου, είναι αναμφισβήτητο. Θέλετε παραδείγματα; Να σας πω. Όταν είμαστε κυριευμένοι από οργή, γνωρίζετε πολύ καλά, πως κάνουμε πράξεις για τις οποίες μετανιώνουμε αργότερα.

Επίσης όταν ο άνθρωπος εμφορείται είτε από ζήλια είτε από φθόνο, οι πράξεις στις οποίες θα προβαίνει συνεχώς, θα έχουν τη σφραγίδα της ζήλιας και του φθόνου.

Όταν μας κυριεύει η κακία και το μίσος, δεν έχουμε γαλήνη, αγωνιζόμαστε με τον εαυτό μας, μας τρώει το σαράκι, γινόμαστε πράσινοι και χωρίς να μακρηγορώ, όταν ένας άνθρωπος έχει κακά αισθήματα, βλάπτει κατ’ αρχήν και αναμφισβήτητα τον εαυτό του.

Αλλά επαναλαμβάνω, βλάπτουμε άραγε μόνο τον εαυτό μας;

Μήπως το κακό αίσθημα αποτελεί μικρόβιο άλλης φύσεως;

Και σ’ αυτό το ερώτημα είναι εύκολο να απαντήσουμε.

Τα κακά αισθήματα δεν τα κρατάμε. Φεύγουν μέσω της Παγκόσμιας Ψυχής και μεταδίδονται. Για παράδειγμα, όπως η ακαθαρσία φεύγει από το σώμα μας όταν βρισκόμαστε στη θάλασσα και μπορεί να μολύνει κάποιον που βρίσκεται δίπλα μας, κατά τον ίδιο τρόπο, όλα τα αισθήματα, είτε καλά είναι αυτά είτε κακά, φεύγουν και διαδίδονται μέσω των δονήσεων του αιθέρα και αργά ή γρήγορα, επιφανειακά ή βαθιά, επηρεάζουν όλους τους ανθρώπους. Όχι λοιπόν μόνο από τον κοινό αέρα μπορεί κανείς να μεταδώσει την αρρώστια, αλλά και από τον κοινό των κακών αισθημάτων μπορεί να μεταδώσει και να αρρωστήσει ψυχικά τους ομοίους του, απαράλλακτα όπως τα μικρόβια. Η μόνη διαφορά είναι ότι, αν παραδεχτούμε αυτό, αμέσως θα προβάλλουμε το εύκολο, κοινό και τετριμμένο επιχείρημα: Από τα μικρόβια θα πεθάνω, ενώ από την οργή και όλα τ’ άλλα κακά αισθήματα δεν πεθαίνω.

Αυτό είναι αλήθεια.

Πεθαίνουμε από τύφο, όχι από ένα κακό αίσθημα. Ίσως, όμως, παρ’ όλο που είναι αληθοφανές αυτό να είναι μια απάτη.

Όπως τα μικρόβια επιφέρουν το θάνατο στην υλική ζωή, γιατί σκοπός τους είναι να κλονίσουν το σώμα, έτσι τα κακά αισθήματα έχουν σκοπό να διασπάσουν την ψυχική ζωή.

Τα κακά αισθήματα, που διαδίδονται μέσω του αιθέρα, δηλαδή της Παγκόσμιας Ψυχής, δεν ενδιαφέρονται για το υλικό μας σώμα, ενδιαφέρονται για την ψυχή μας και προσπαθούν να επιφέρουν διάσπαση της ψυχικής μας ζωής.

Άλλος είναι ο ρόλος των μικροβίων και άλλος των κακών αισθημάτων. Το καθένα απ’ αυτά, ενδιαφέρεται για τη δική του υπόσταση και προσπαθεί, με κάθε μέσο, να αποσυνθέσει και να διασπάσει την υλική ή ψυχική ζωή αντίστοιχα.

Όπως όμως ο άνθρωπος παίρνει τα μέτρα του και προφυλάσσει το σώμα ώστε να μην αναπνέει ακάθαρτο αέρα για να εξασφαλίζεται η υλική του υγεία, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να προφυλάσσεται από τα κακά αισθήματα.

Είναι παράλογο να νομίζουμε ότι η Ψυχή μας δεν παίζει κανένα ρόλο στη ζωή μας και μόνο με το νου μας και την κοιλιά μας μπορούμε να πάμε μπροστά. Αφού γνωρίζουμε ότι η ψυχή μας διέπει τις πράξεις μας, δεν πρέπει να την αγνοούμε.

Τα κακά αισθήματα διαδίδονται μέσω του αιθέρα και επηρεάζουν τους ανθρώπους.

Συνεχώς δεχόμαστε τα κακά αισθήματα άλλων ανθρώπων και μεταδίδουμε τα δικά μας ή δεχόμαστε τις κακές τους επιδράσεις, όπως δεχόμαστε και τα μικρόβια. Απόδειξη είναι ότι, όπως έχουμε αναγκασθεί να δημιουργήσουμε τους νόμους της Δημόσιας καλής Υγείας, έτσι έχουμε τους νόμους της Δημόσιας καλής Ηθικής. Και όπως παίρνουμε τα μέτρα μας, για να εξυγιάνουμε το μέρος που μένουμε, κάθε φορά που προσβάλλεται από μικρόβια και να το διατηρούμε καθαρό, κατά τον ίδιο τρόπο, επιβάλλεται να εξυγιαίνουμε το ψυχικό μας περιβάλλον και να προφυλάσσουμε την ψυχή μας ώστε να είναι απρόσβλητη, καθαρή και νηφάλια. Οπότε οι πράξεις στις οποίες θα προβαίνουμε, θα έχουν κριτήρια ανεξάρτητα και ανεπηρέαστα και όχι να είμαστε τυφλωμένοι από τις επιδράσεις των κακών αισθημάτων.

Για τον απλούστατο λοιπόν αυτό λόγο και με απλά επιχειρήματα, έχουμε διαπιστώσει ότι η καλλιέργεια της Καλοσύνης, της Αγάπης και όλων των άλλων καλών αισθημάτων, δεν είναι “επαγγελματική ηθική”  ούτε “λόγια του αέρα”, αλλά απεναντίας αποτελούν συμφέρον και μάλιστα συμφέρον βαθύ, το ίδιο ακλόνητο με το συμφέρον που μας εμπνέει η σωματική υγεία.

Χωρίς την Ψυχική Υγεία, δεν μπορούμε να διατηρήσουμε κόσμο καλό και ευτυχισμένο. Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να δημιουργηθεί Καλός Κόσμος με την κοιλιά και μόνο. Με το νου μας θα βρούμε και θα βρίσκουμε πάντα τις πληγές από τις οποίες θα πάσχουμε. Και αυτόν το νου, θα πρέπει να τον διατηρήσουμε καθαρό, ανεπηρέαστο, αντικειμενικό και αδέσμευτο. Τότε και μόνο τότε, όταν το νου δεν τον επηρεάζουν κατώτερα αισθήματα, όπως εγωισμός, κακία φθόνος κ.τ.λ. , αλλά απεναντίας εμφορείται από το κοινό αίσθημα της καλοσύνης – που θα ενώνει πάντα όλους τους ανθρώπους μαζί – τότε, λέω, θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε τη δική μας ευτυχία και όλου του κόσμου.

Κατά συνέπεια, όσοι παραδέχονται αυτά τα πράγματα, ας γράψουν με όσο πιο παχιά και μεγάλα γράμματα μπορούν στο νου και στην καρδιά τους, μια μεγάλη πινακίδα που να γράφει:

“Α Γ Α Π Η   Ι Σ Ο Ν   Α Ν Θ Ρ Ω Π Ι Ν Ο   Σ Υ Μ Φ Ε Ρ Ο Ν”

Ίσως τότε να καταλάβουν ότι δεν αερολογούμε.

Ομιλία του Α.Τ. Γ. Αγάθου.