ΠΕΡΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Αν όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ταυτόσημοι, αν η ανομοιότητα των όντων είναι νόμος αμετάκλητος, υπάρχει εν τούτοις μεταξύ όλων αυτών των ανόμοιων όντων, μία εκδήλωση και μια τάση κοινή σε όλους και μέσα στις καθημερινές και συνεχείς προσπάθειες του καθενός, θα αναγνωρίσετε ένα μοναδικό και ίδιο σκοπό.
Μεγάλοι ή μικροί, προνομιούχοι ή όχι, όλοι αναζητούμε την ευτυχία μας, έτσι ώστε όλες οι πράξεις μας, όλες οι σκέψεις μας, όλες οι προσπάθειές μας, οι χαρές και οι πόνοι μας, έχουν σαν σκοπό να μας προσφέρουν αυτό, που σύμφωνα με την αντίληψη του καθενός, θα ήταν ικανό να μας φέρει την ευτυχία.
Από τη στιγμή λοιπόν που όλοι οι άνθρωποι εργάζονται με μια παρόμοια επιμονή για την ευτυχία τους, θα έπρεπε να απομακρύνουν όλο και πιο πολύ από τη ζωή τους κάθε τι που θα μπορούσε να τους φέρει δυστυχία και κατά συνέπεια να πραγματοποιούν σιγά-σιγά το σκοπό προς τον οποίο όλοι τείνουμε, διότι κάθε προσπάθεια φέρνει αποτέλεσμα.
Δυστυχώς και παρά την επίμονη και συνεχή εργασία, όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται αυτή η πραγματοποίηση αλλά μάλλον κακό προξενούμε συνεχώς στον εαυτό μας και βλέπουμε τόσο λίγους ευτυχισμένους, ώστε η σπανιότητα του φαινομένου, μας έχει κάνει να λέμε ότι η ευτυχία δεν είναι αυτού του κόσμου.
Μπορεί ίσως να μου αντιτάξετε ότι αν δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι, τουλάχιστον μια αρκετά μεγάλη μερίδα φθάνει το στόχο της και κυρίως αυτοί που επιζητούν τα υλικά αγαθά.
Χωρίς να υπεισέρχομαι σε πολλές λεπτομέρειες, θα απαντήσω σ’αυτή την αντίρρηση, ότι δεν είναι παρά μόνο φαινομενικά αληθινή και υποστηρίζεται κυρίως απ’ αυτούς που, αναζητώντας επίσης τα υλικά αγαθά χωρίς να τα αποκτούν, θεωρούν απ’ αυτό το γεγονός, ευτυχισμένους αυτούς που μπόρεσαν να επιτύχουν στην ίδια προσπάθεια.
Η ευτυχία, η μεγάλη και μόνη αληθινή, περικλείει μέσα της τη γαλήνη, την απόλυτη ηρεμία, την έλλειψη επιθυμίας για την απόκτηση πραγμάτων, λάμπει συνεχώς μέσα από τη βαθειά χαρά και την αγάπη και έχει σαν θεμελιώδες χαρακτηριστικό το Απρόσωπο.
Έχετε λοιπόν δει ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούνται ευτυχισμένοι, κάποιους να παρουσιάζουν αυτή την εικόνα; Και δεν βλέπετε αντίθετα ότι παρά την επιτυχία και τη στέψη των προσπαθειών τους, βασανίζονται συνεχώς από την ανησυχία, την επιθυμία για το καινούργιο και για αλλαγή;
Και αυτοί οι δήθεν ευτυχισμένοι άνθρωποι, δεν βρίσκονται στο έλεος της πρώτης αναποδιάς;
Η ζωή γύρω μας είναι γεμάτη από χαρακτηριστικά παραδείγματα και βλέπουμε κάθε στιγμή ανθρώπους που έχουν φτάσει στο αποκορύφωμα της δύναμης και της ανθρώπινης δόξας, να πέφτουν μ’ ένα μόνο χτύπημα στη χειρότερη δυστυχία και στην πιο ζοφερή δυσμένεια.
Δεν είναι συνεπώς λογικό να παίρνουμε για αληθινή ευτυχία κάτι που βρίσκεται στο έλεος της πρώτης τυχούσας αιτίας.
Αλλά που οφείλεται αυτό και γιατί αυτή η τεράστια και συνεχής προσπάθεια, τόσο από τα άτομα όσο και από τις μάζες, φέρνει πάντα ή σχεδόν πάντα άλλα αποτελέσματα και αντίθετα απ’ αυτά που έχουν επιδιωχθεί; Είναι λοιπόν αυτή η μοίρα της ανθρωπότητας; Μήπως υφίσταται ένα μοιραίο νόμο που θα την έκανε συνεχώς να πονά, να εργάζεται για την αναζήτηση της ευτυχίας και να μη βρίσκει παρά τον πόνο, τις απογοητεύσεις, τις αποθαρρύνσεις και ψευδαισθήσεις ευτυχίας, ακόμα πιο ολέθριες από τις αληθινές αποτυχίες; Είμαστε λοιπόν προορισμένοι να δυστυχήσουμε; Να μία ερώτηση στην οποία όλοι οι απογοητευμένοι και αποθαρρυμένοι θα απαντούσαν κατηγορηματικά με κατάφαση.
Αλλά ο ήρεμος και ανεξάρτητος άνθρωπος που έχει στο δρόμο του σαν οδηγό τη λογική, θα απαντήσει επίσης κατηγορηματικά: Όχι, ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να υποφέρει. Αντίθετα, η ευτυχία υπάρχει, είναι πολύ μεγάλη και προσιτή από όλο τον κόσμο.
Κι εμείς αδελφοί μου, που στις διδασκαλίες μας και στη ζωή μας δεν θέλουμε να έχουμε παρά τη λογική σαν οδηγό, ας προσπαθήσουμε να δούμε γιατί η ευτυχία διαφεύγει σχεδόν από το σύνολο των ανθρώπων και πώς μπορούμε να την πραγματοποιήσουμε.
Σας έλεγα προ ολίγου ότι όλοι θέλουμε το καλό μας ή με άλλα λόγια ότι όλοι προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες που νοιώθουμε μέσα μας, για να μην έχουμε πια τίποτα να επιθυμήσουμε.
Σ’ αυτό το σημείο είμαστε σύμφωνοι, αλλά εκεί που σφάλλουμε είναι ότι δεν εμβαθύνουμε σ’ αυτές τις ανάγκες και ότι δεν πασχίζουμε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι οι ανάγκες που ζητάμε να ικανοποιήσουμε, είναι οι αληθινές και αυτές που πρέπει λογικά να πηγάζουν από το ον που είμαστε και από τις αρχές που το συνθέτουν. Οι αρχαίοι σοφοί, μας κληροδότησαν ένα σπουδαίο και βαθύ γνωμικό. Είναι το περίφημο: “Γνώθι σ’αυτόν”.
Σπουδαία και υπέρτατη αλήθεια, που αν εμβαθύνουμε σ’ αυτήν και τη μελετήσουμε συνειδητά, θα μπορούσε να αλλάξει εξ’ ολοκλήρου τη μοίρα μας, αλλά οι περισσότεροι, περιοριζόμαστε να τη θαυμάζουμε, να την αναφέρουμε ασυνείδητα, χωρίς ποτέ ή σχεδόν ποτέ να την κατανοούμε, όπως θαυμάζουμε και επικαλούμαστε το μεγαλείο και την ομορφιά της φύσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το αντικείμενο του θαυμασμού μας δεν παραμένει για μας ένα αίνιγμα ανεξιχνίαστο.
Αυτό που μας απογοητεύει κυρίως, είναι ότι θεωρούμε το ρητό που μόλις σας ανέφερα σαν κάτι που υπερβαίνει την κοινή λογική και για την κατανόηση του οποίου δεν θα επαρκούσαν μεγάλες και επίπονες προσπάθειες. Ή όταν το εφαρμόσουμε, το κάνουμε πάντα για να διαπιστώσουμε τα αποτελέσματα, αλλά η αναζήτηση τού γιατί και τού πώς αυτών των αποτελεσμάτων, είναι ένα πρόβλημα που μας απασχολεί το λιγότερο δυνατόν. Και έτσι συμβαίνει για όλα σχεδόν τα ενοχλητικά προβλήματα που μας ανησυχούν. Ζητάμε τη λύση τους πολύ μακριά από εμάς, σε μέρη που δεν μπορεί να βρεθεί και δεν θέλουμε να αντιληφθούμε ότι βρίσκεται εδώ μπροστά μας και ότι δεν έχουμε παρά να βασιστούμε στην πιο στοιχειώδη λογική για να τη συλλάβουμε.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να σκεφτούμε λογικά. Όλοι, σε κάποια στιγμή της ζωής μας, βρισκόμαστε στην ανάγκη να πάρουμε μία απόφαση. Είναι η στιγμή που αναλαμβάνουμε να φτιάξουμε τη ζωή μας και διαγράφουμε τα μεγάλα σχέδια του προγράμματος που προτιθέμεθα να ακολουθήσουμε.
Αν διαλέγουμε τη μια ή την άλλη ζωή, αυτό βέβαια δεν συμβαίνει γιατί είμαστε απλώς υποχρεωμένοι να ζήσουμε και πρέπει να περάσουμε από εκεί, αλλά μπαίνουμε σ’ ένα δρόμο μάλλον παρά σ’ έναν άλλο, με την ελπίδα και την έντονη επιθυμία να βρούμε εκεί τα καλύτερα άνθη με τα πιο μεθυστικά αρώματα. Εφόσον λοιπόν, αυτός είναι ο στόχος στον οποίο αποσκοπούμε, ποιες είναι οι σκέψεις που επιβάλλονται αυτή την αποφασιστική στιγμή; Θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε αυτές τις σκέψεις όσο το δυνατόν πιο ανάγλυφα.
Επιθυμούμε να είμαστε ευτυχισμένοι.
1ον. Για να γίνουμε ευτυχισμένοι, πρέπει να γνωρίζουμε αυτό που μας είναι αναγκαίο γι’ αυτή την επιδίωξη.
2ον. Όμως, για να γνωρίσουμε αυτό που μας είναι αναγκαίο, είναι απολύτως απαραίτητο να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε. Ιδού ο συλλογισμός που κάθε άνθρωπος λογικός και ειλικρινής προς τον εαυτό του, είναι υποχρεωμένος όχι μόνο να κάνει, αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτόν, αν δεν θέλει να εκθέσει όλη τη ζωή του σε προσπάθειες άκαρπες και θεμελιωμένες σε κακή βάση.
Είμαστε λοιπόν αναγκασμένοι με κάθε τρόπο, πριν να επιχειρήσουμε οτιδήποτε, να σταματήσουμε στο τρίτο μέρος του συλλογισμού μας που λέει: “Για να γνωρίσουμε αυτό που μας είναι αναγκαίο, είναι απολύτως απαραίτητο να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε”.
Τι είμαστε τελικά;
Λοιπόν, χωρίς να είναι μεγάλος φιλόσοφος, ούτε σοφός, ούτε λαμπρός στοχαστής, κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, θέτοντας στον εαυτό του αυτή την ερώτηση, θα βρει την παρακάτω απάντηση: «Είμαστε ένα ζωντανό ον του οποίου δύο συστατικές αρχές υποπίπτουν άμεσα στην έρευνά μας».
Η μια είναι η υλική μας υπόσταση, το σώμα μας που μας είναι αισθητά καταληπτό και που μας επιτρέπει να έχουμε την αντίληψη κάθε εξωτερικού πράγματος.
Η άλλη είναι μια αρχή, που δεν μπορούμε εύκολα να προσδιορίσουμε, να καθορίσουμε τη φύση της, ούτε να υποβάλλουμε σε μια υλική ανάλυση, αλλά της οποίας την ύπαρξη αισθανόμαστε μέσα μας από τα συνεχή αποτελέσματα που παράγει και που αποκαλούμε Πνεύμα.
Σκεπτόμενοι λίγο καλύτερα, δεν θα μπορούσαμε να μην παρατηρήσουμε ότι, αυτές οι δύο αρχές είναι διαμετρικά αντίθετες από άποψη ενέργειας και δράσης.
Η πρώτη είναι ένας παράγων παθητικός, που δεν κάνει τίποτα αυτός ο ίδιος και που υφίσταται συνεχώς τη δεύτερη, που αυτή έχει την πρωτοβουλία για όλα και είναι αρχή ενεργητική και γενεσιουργός. Το πνεύμα μπορεί να κυριαρχεί στο σώμα και να το κατευθύνει, εφόσον βλέπουμε ότι με θεληματικές πράξεις (η θέληση είναι ιδιότητα πνευματική), καταφέρνουμε να αναπτύσσουμε τις αισθήσεις μας, να ενδυναμώνουμε το σώμα μας και να το κατευθύνουμε στο δρόμο που θέλουμε. Αλλά δεν θα μπορέσετε ποτέ, με καμία σωματική άσκηση να αναπτύξετε το πνεύμα σας και τέλος, το σώμα χρησιμεύει για να εκτελεί ό,τι συλλαμβάνει το πνεύμα.
Παρατηρούμε επίσης μια τρίτη αρχή, την Ψυχή μας.
Αλλά είναι μια αρχή ενδιάμεση, που προέρχεται από τη δράση του πνεύματος πάνω στην ύλη και εάν δεν την ανέφερα, είναι διότι η ψυχή μας συμβαδίζει πάντα με την αρχή που υπερισχύει σ’ εμάς. Εάν το πνεύμα μας έχει όλη του τη δύναμη και όλη του τη λάμψη, τότε η ψυχή μας θα είναι ευγενική και εξυψωμένη. Εάν το σώμα μας έχει τη διεύθυνση, η ψυχή μας εκδηλώνει όλα τα πάθη και τις διαστροφές.
Δεν έχω την πρόθεση να επεκταθώ πιο πολύ επάνω στη διαφορά και την ιεραρχία των δύο συστατικών μας αρχών. Απλά ανέφερα τις διαφορές και τους ρόλους που υποπίπτουν στην αντίληψη κάθε ανθρώπου, όποια και αν είναι η μόρφωσή του και η εξέλιξή του.
Είναι λοιπόν προφανές, ότι έχουμε δύο αρχές, αδιαχώριστες είναι αλήθεια, αλλά των οποίων οι ρόλοι είναι αναλογικά άνισοι.
Σύμφωνα με αυτό που είπαμε προηγουμένως, μπορούμε να συγκρίνουμε αυτούς τους ρόλους και αυτή την αναλογία με τους ρόλους του τεχνίτη και του εργαλείου του.
Ο τεχνίτης δεν μπορεί να αποχωριστεί το εργαλείο του, αλλά το εργαλείο χωρίς τον τεχνίτη, είναι κάτι που δεν έχει σκοπό, ούτε νόημα ή λόγο ύπαρξης. Χωρίς το εργαλείο, ο τεχνίτης θα μπορούσε πάντοτε να συλλάβει τα έργα του, ενώ το εργαλείο μόνο του, δεν θα μπορούσε ούτε να συλλάβει, ούτε να εκτελέσει.
Αφού φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο των συλλογισμών μας, είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι εφόσον βρίσκουμε μέσα μας δύο αρχές από τις οποίες η μία είναι γενεσιουργός παράγων των πάντων και η άλλη ο παθητικός εκτελεστής, είναι απαραίτητο να δώσουμε όλη μας την προσοχή στην πρώτη αρχή που μας επιτρέπει να ζούμε, να ενεργούμε και ακόμα να δημιουργούμε, χωρίς να παραλείπουμε πάντως να ικανοποιούμε τις ανάγκες του σώματός μας αλλά στο μέτρο που θα του επέτρεπε τη φυσική διεκπεραίωση του καθορισμένου και περιορισμένου ρόλου του. Εδώ βρίσκεται η αρχή και το στήριγμα επάνω στο οποίο οφείλουμε να βασίσουμε όλο το πρόγραμμα της ζωής μας.
Δεν θα μπορούσαμε ούτε να απομακρυνθούμε απ’ αυτό, ούτε να το αποφύγουμε αν θεωρούμαστε όντα σκεπτόμενα και λογικά. Εάν δεν του δώσουμε σημασία, πάμε προφανώς ενάντια στη λογική και δεν έχουμε πια δικαίωμα να υψώνουμε τη φωνή και να μιλάμε στο όνομα της λογικής, εμείς που την καταπατούμε.
Λοιπόν, αδελφοί μου, αυτή είναι η λογική της πλειοψηφίας;
Δυστυχώς. Είναι λυπηρό, πολύ λυπηρό να το ομολογήσουμε, αλλά είναι η αλήθεια.
Κοιτάξτε γύρω σας και θα δείτε σχεδόν όλο τον κόσμο να θέτει τη δημιουργική του αρχή στην υπηρεσία της παθητικής του αρχής. Θα τον δείτε να τα ανάγει όλα στο εργαλείο και να αφήνει τον τεχνίτη να πεθαίνει και να φθείρεται από έλλειψη τροφής και φωτός. Ακόμα περισσότερο, όταν η ασυνειδησία έχει φθάσει στο αποκορύφωμά της, θα δείτε να διακηρύττουν ανοιχτά και στο όνομα της λογικής, την ανωτερότητα του πνεύματος αλλά να εφαρμόζουν με μανία την ειδωλολατρεία του σώματος.
Αλλά αυτό που είναι ακόμα πιο οδυνηρό, είναι ότι μένουμε κατάπληκτοι από τα αποτελέσματα που έχουμε επιτύχει, ότι αρνούμαστε την ύπαρξη της ευτυχίας και μέσα στη δυσαρέσκεια και την απογοήτευσή μας, φθάνουμε ακόμα στο σημείο να αρνούμαστε την ύπαρξη των πάντων και να γαντζωνόμαστε απελπισμένα στις κρυφές και εφήμερες απολαύσεις που μας αφήνουν πάντα τη γεύση της στάχτης και κάνουν την απελπισία μας ακόμα πιο μεγάλη, αλλά αυξάνουν επίσης τις αδυναμίες μας και μας οδηγούν τελικά σε πλήρη σύγχυση.
Βέβαια, αυτή η κατάσταση των πραγμάτων, δεν είναι έργο μιας ημέρας, ούτε της εποχής μας ειδικά. Είναι το αποτέλεσμα αδυναμιών και ολέθριων συνηθειών που έχουν αποκτηθεί σταδιακά, από ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Αλλά το λάθος μας είναι ότι ακολουθούμε τυφλά αυτούς τους πλαστούς και κληρονομικούς νόμους, ότι αφήνουμε τη λογική μας να υφίσταται ολοκληρωτικά το νόμο της ομοιομορφίας και μιμούμαστε από το παρόν, όλα όσα μας περιβάλλουν και από το παρελθόν όλα όσα μοιάζουν με το παρόν.
Αν εξαιρέσουμε τη λογική και την παρατήρηση, όλα τα άλλα συντελούν στο να μας κάνουν να πέφτουμε στην άβυσσο και να γινόμαστε οι τεχνίτες της δικής μας δυστυχίας: Η παιδεία, οι συνθήκες, οι προκαταλήψεις, οι παραδόσεις και οι φαινομενικά πολύ λογικές ιδέες κάποιων εκφυλισμένων εγκεφάλων, των οποίων όμως η σπουδαιότερη ιδιότητά τους συνίσταται στο να ταράζουν τα διάφανα νερά για να εμποδίζουν τους άλλους να δουν σε βάθος.
Ιδού αδελφοί μου, γιατί μας διαφεύγει η ευτυχία και θα μας διαφεύγει, όσο δεν θα θελήσουμε να ενεργήσουμε διαφορετικά, όχι μόνο δεν την πραγματοποιούμε, αλλά ακολουθούμε ένα δρόμο που οδηγεί σ’ ένα τελείως αντίθετο σκοπό.
Εάν είμαστε πεπεισμένοι γι’ αυτό, τρία πράγματα έχουμε να κάνουμε:
1. Να σταματήσουμε στη μέση του ρεύματος που μας παρασύρει.
2. Να αντιστρέψουμε την πορεία μας.
3. ΄Η τελικά να ακολουθήσουμε τον κανονικό δρόμο, που λογικά πρέπει να μας οδηγήσει στο σκοπό που θέλουμε να επιτύχουμε. Να σταματήσουμε στη μέση του ρεύματος, δεν είναι πολύ δύσκολο και είδαμε ότι η πιο απλή λογική, μας δίνει τα μέσα για να το κάνουμε. Αλλά να αντιστρέψουμε την πορεία μας και να πάμε ενάντια στο ρεύμα, δεν είναι κάτι πολύ εύκολο, το παραδέχομαι. Όμως, αν αναλογιστούμε ότι είχαμε όλα τα μέσα για να αποφύγουμε τον άχρηστο δρόμο που διανύσαμε, θα συμφωνήσουμε εξίσου ότι είναι δίκαιο να πληρώσουμε το εισιτήριο της επιστροφής.
Κι εδώ οφείλω να προστρέξω στις διδασκαλίες του Σεβαστού μας Τάγματος και να σας θυμίσω, ιδιαίτερα τη διδασκαλία που αναφέρεται στην ανάκτηση της προσωπικότητάς μας.
Όταν στοχαστούμε βαθειά, θα ανακαλύψουμε ότι η προσωπικότητα δεν διδάσκεται στο Τάγμα για να κάνουμε κάτι που οι άλλοι δεν έχουν κάνει ή για να πούμε κάτι πρωτότυπο, αλλά αυτό γίνεται διότι η ανάκτηση της προσωπικότητας, σημαίνει να πάμε ενάντια στο ρεύμα, να συντρίψουμε και να απομακρύνουμε κάθε τι που θα εμπόδιζε αυτή την προσπάθεια και να αποκτήσουμε τη δύναμη να βαδίσουμε ενάντια σ’ αυτό το τεράστιο ποτάμι που ονομάζεται Ασυνειδησία.
Η ανάκτηση της προσωπικότητάς μας, σημαίνει να μπορέσουμε να επιθυμούμε και να περιμένουμε τα πάντα.
Είμαι ακλόνητα πεπεισμένος γι’ αυτό και πιστέψτε Αδελφοί μου, ότι αν επιμένω σ’ αυτό εδώ το σημείο, δεν το κάνω μόνο σαν αντιπρόσωπος του Τάγματός μας, αλλά μάλλον σαν ένας αδύναμος άνθρωπος, όμοιος με όλο τον κόσμο ο οποίος αφού για πολύ καιρό στοχάστηκε πάνω στις αδυναμίες του και στις απογοητεύσεις του, ανακάλυψε ότι είχαν πάντα σαν αίτια την έλλειψη αυτής της προσωπικότητας.
Και από αυτή την απόδειξη προκύπτει η ανάγκη για τον αγώνα και το συναίσθημα της άπειρης ευγνωμοσύνης προς αυτούς που μας έδωσαν τη σύλληψή τους και θα μας επιτρέψουν να δούμε το επιστέγασμα των προσπαθειών μας.
ΟΜΙΛΙΑ Α. Τ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ