ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΕΝ ΓΕΝΕΙ

Μερικοί από σας μου ζήτησαν να σας μιλήσω απόψε “Για τους σκοπούς του ανθρώπου και της Δημιουργίας εν γένει΄΄.

Το να ασχολείται όμως κανείς με τέτοια θέματα τη στιγμή που τόσα ζωντανά, τόσα επίκαιρα, όπως τα λέμε θέματα και άμεσου ενδιαφέροντος άλλα θέματα απασχολούν τον κόσμο, από τον πρώτο ως τον τελευταίο άνθρωπο, αποτελεί ένα είδος αναχρονισμού της σκέψης και θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τόσο εμένα που θα σας μιλήσω γι’ αυτό, όσο και σας που το ζητήσατε και θα έχετε την υπομονή να το ακούσετε, πως ζούμε όχι απλώς στον κόσμο της ουτοπίας, αλλά των μακρινών νεφελωμάτων του γαλαξία.

Και πράγματι, τι μας ενδιαφέρει ο σκοπός του ανθρώπου, έστω κι αν υπάρχει; Ακόμη δε περισσότερο, τι σημασία μπορεί να έχει για μας ο σκοπός της Δημιουργίας; Εκείνο που μας απασχολεί και πρέπει να απασχολεί κάθε λογικό άνθρωπο, είναι πώς να ικανοποιήσουμε τις άμεσες ανάγκες μας, πώς να ζήσουμε καλύτερα, πώς να εξασφαλίσουμε από κάθε κίνδυνο τον εαυτό μας, τα παιδιά μας, την οικογένειά μας, τους δικούς μας και πώς να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον.

Αυτά είναι τα ζωντανά, τα πανανθρώπινα προβλήματα, με τα οποία ασχολείται κάθε άνθρωπος που δεν ονειρεύεται και δεν χάνει τον καιρό του. Αυτά θα μας έλεγαν και τέτοιους θα μας χαρακτήριζαν όλοι όσοι πνίγονται μέσα στις ψηλαφητές και άμεσες ανάγκες τους, ακόμη δε περισσότερο θα μας τα έψελναν οι άλλοι, εκείνοι που κόπτονται και μάχονται για τη θεραπεία αυτών των αναγκών.

Επειδή όμως εδώ μέσα, συνηθίσαμε να μη μας απασχολεί η γνώμη των άλλων, αλλά να φροντίσουμε να βρίσκουμε μόνοι μας ποιο είναι το ορθό και το αληθινό, ας μην επηρεαστούμε και τώρα από τις σκέψεις αυτές κι ας προσπαθήσουμε να βρούμε ποιος είναι άραγε ο κόσμος της ουτοπίας και ποιος της πραγματικότητας. Δεν αποκλείεται από την έρευνά μας να προκύψουν συμπεράσματα παράξενα και αναπάντεχα, αλλά και ταυτόχρονα ανησυχητικά.

Μια άλλη ένσταση, πιο σοβαρή όμως αυτή, είναι εκείνη που διατείνεται πως ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να απασχολήσει όλο τον κόσμο. Ο απλοϊκός άνθρωπος έχει πράγματι απαρνηθεί προ πολλού πολλά του δικαιώματα, όπως και καθήκοντα. Μέσα στην κακομοιριά που τον δέρνει και μέσα στον αδυσώπητο κλοιό των άμεσων αναγκών που τον περισφίγγουν, αφήνει τη φροντίδα ν’ ασχοληθούν για λογαριασμό του με τέτοια ζητήματα οι άλλοι, εκείνοι που ξέρουν, εκείνοι που μελετούν, οι σοφοί. Είναι κι αυτό μια παράξενη διαστροφή των πραγματικών μας αναγκών.

Κι όμως, είναι αναμφισβήτητο πως όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, οι πιο σοφοί, όπως και οι πιο κοντόφθαλμοι στη σκέψη, εκείνοι που στέκονται ψηλά, όπως και κείνοι που ζούνε χαμηλά, όλοι ψιθυρίζουν ποιος σπάνια και ποιος επίμονα, το ανησυχητικό και ερωτηματικό γιατί. Ο σοφός από διανοητική ανάγκη, ο ταπεινός από απορία για τα δεινά που υφίσταται και δεν τους βρίσκει λόγο. Κι αν όλα αυτά τα “γιατί” μπορούσαν να ήταν ενωμένα και να μη διακόπτονταν από τον εφιάλτη της άμεσης πραγματικότητας, θα τα βλέπαμε ίσως να υψώνονται στον ουρανό σαν στήλες πελώριες, σαν μπράτσα ατελεύτητα που πότε ικετευτικά και πότε οργισμένα, κρούουν τη θύρα τ’ ουρανού και του ζητούν εξήγηση, λόγο, παρηγοριά.

Το αθόρυβο αυτό “γιατί”, την ψιθυρισμένη αλλά κατά πολύ ασυνείδητη αυτή προσευχή, δείχνει ίσως μια ανάγκη όχι λιγότερο πραγματική από τις άλλες, αλλά που δεν έχει τη δύναμη και τη συνείδηση να επιδιώξει πιο επίμονα την ικανοποίησή της.

Ας αφήσουμε όμως τον κόσμο των υποθέσεων και ας μπούμε στην πραγματικότητα.

Και πρώτα πρώτα έχει ο άνθρωπος σκοπό; Μέσα στις πολλές ασυνέπειες που υπέπεσε ο αρρωστημένος μας εγκέφαλος, υπάρχει και μια που διατείνεται πως όχι. Κατ’ αυτήν τυχαία έγιναν οι κόσμοι, τυχαία γεννηθήκαμε, τυχαία ζούμε. Κι έτσι όλοι μας οι μόχθοι, όλα μας τα ανέκφραστα βάσανα και προ παντός, όλο το κολοσσιαίο και ατελεύτητο έργο που συντελείται στη δημιουργία, είναι άσκοπα. Η μαθηματική όμως ακρίβεια στη σύνθεση και στη λειτουργία του σύμπαντος που ολοένα αποκαλύπτονται στα μάτια του ερευνητή, υποχρέωσαν τους πιο κορυφαίους επιστήμονες να διακηρύξουν πως στο σύμπαν, τίποτε το τυχαίο και το συμπτωματικό δεν υπάρχει.

Στην αναγνώριση αυτή, προσθέτουμε και τη δική μας ακλόνητη λογική πεποίθηση πως τα πάντα είναι σκόπιμα, τα πάντα βαίνουν προς ένα προσδιορισμένο και προδιαγεγραμμένο σκοπό. Γι’ αυτό δεν αμφιβάλλουμε ποτέ, γιατί θα ήταν το ίδιο σαν να αμφιβάλλαμε για την ύπαρξη του Θεού, του γύρω μας κόσμου και του ίδιου του εαυτού μας. Αν ερευνούμε και πασχίζουμε, είναι όχι για ν’ ανακαλύψουμε αν έχουμε σκοπό, εμείς και η δημιουργία, αλλά ποιο σκοπό έχουμε.

Για να το κατορθώσουμε, δεν θα επιζητήσουμε ν’ ανακαλύψουμε την τεχνική που προκάλεσε την εμφάνιση του πρώτου κυττάρου της ζωής, αλλά θα βασιστούμε σε σκέψεις απλές και όσο το δυνατόν στηριζόμενοι στο νόμο της αναλογίας. Είναι όμως απαραίτητο να έχουμε υπόψη πως το θέμα αυτό δεν είναι θέμα τεχνικό, επιστημονικό, αλλά φιλοσοφικό. Γι’ αυτό, ούτε εμείς, ούτε κανείς άλλος μπορεί, ούτε και θα μπορέσει ποτέ, να το αποδείξει, με αποδείξεις χειροπιαστές, εμπειρικές. Σ’ αυτού του είδους τα θέματα, μόνο λογικές αποδείξεις χωρούν και μόνο τέτοιες θα επιδιώξουμε να βρούμε.

Αν ρίξουμε μια ματιά στις θρησκείες των διαφόρων λαών, θα παρατηρήσουμε με κάποια έκπληξη πως όλες ανεξαιρέτως αποδίδουν την έλευση – γιατί περί έλευσης πρόκειται – του ανθρώπου επί της γης, σε κάποιο προπατορικό αμάρτημα, διαφορετικά παρουσιασμένο από την κάθε μια, ίδιο όμως στην ουσία. Όλες παραδέχονται μια πτώση, ένα σφάλμα και τη ζωή του ανθρώπου επί της γης σαν έναν εξιλασμό, μια επανόρθωση.

Πρόκειται άραγε περί μύθου που έπλασαν οι ιερείς για να κρατήσουν τους πρώτους ανθρώπους κάτω από την κυριαρχία τους και τον οποίο αντέγραψαν κατόπιν οι νεώτεροι από τους αρχαιότερους λαούς, ή μήπως ο μύθος αυτός κρύβει κάποια αλήθεια που παρουσιάζεται στο νου του ανθρώπου έτσι, ώστε να μπορέσει να τον καταλάβει;

Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να αποδείξουμε το πράγμα αυτό. Μόνο σκέψεις μπορούμε να κάνουμε που έρχονται να υποστηρίξουν τη δεύτερη υπόθεση και που δικαιολογούνται από τις συνθήκες ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη γη.

Αν θελήσουμε να εξετάσουμε και να καταλάβουμε τι είδους φαινόμενο είναι ο άνθρωπος, θα αντιληφθούμε όχι και με μεγάλη δυσκολία, πως από τον καιρό που φάνηκε στη γη διαμέσου των αιώνων και μέχρι σήμερα, ανάμεσα στις ποικίλες εκδηλώσεις του, ένα πράγμα προβάλλει επίμονα και συνεχώς και αυτό είναι η ποικιλόμορφη πνευματική του εκδήλωση. Με τις προσπάθειές του δηλ. και τις συνεχείς του κατακτήσεις, ο άνθρωπος δεν δείχνει τίποτε άλλο παρά την πνευματική του υπόσταση, γιατί όλες του οι κατακτήσεις είναι πνευματικής φύσεως. Και με πνευματικές κατακτήσεις του ανθρώπου δεν θέλω να πω πως όλες του οι κατακτήσεις είναι ανώτερες. Μην ξεχνάμε πως με το πνεύμα του ο άνθρωπος συνέλαβε το Θεό όπως, και με το ίδιο πνεύμα του συλλαμβάνει και την εξόντωση του πλησίον του. Θέλω λοιπόν να πω, πως όλες ανεξαιρέτως οι πράξεις του ανθρώπου είναι εκδηλώσεις του πνεύματός του. Μπορεί τα αποτελέσματα πολλών απ’ αυτές να είναι υλικά, όλες όμως έχουν κίνητρο, πηγή και τροφή την πνευματική του δραστηριότητα. Απόδειξη πως όταν το πνεύμα του ανθρώπου δεν δρα, ο άνθρωπος κοιμάται και σε καμιά πράξη δεν προβαίνει. Πολλές και οι περισσότερες δυστυχώς πράξεις του ανθρώπου, μπορεί ν’ αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του πρόσκαιρου υλικού του σώματος και λίγες την πνευματική του υπόσταση, όλες του όμως οι πράξεις είναι εκδηλώσεις και κατακτήσεις του πνεύματός του.

Τι συμπέρασμα μπορούμε να βγάλουμε απ’ αυτή τη διαπίστωση; Xρειάζεται άραγε μεγάλη σοφία ή μήπως θα ήταν μεγάλη κουταμάρα να πούμε πως ο άνθρωπος είναι πνεύμα και μόνο πνεύμα; Εμείς ως πνεύμα τον παραδεχόμαστε και καταλαβαίνουμε πως το σώμα του είναι ένα πρόσκαιρο όργανο που εξυπηρετεί την πνευματική του υπόσταση, εφ’ όσον αυτό το ίδιο τίποτε δεν μπορεί να κερδίσει, τίποτε δεν μπορεί να κρατήσει.

Είναι διαπιστωμένο πως χρονολογικά ο άνθρωπος εμφανίστηκε στη Δημιουργία όταν η τελευταία είχε ήδη συμπληρωθεί. Θα έλεγε κανείς πως είναι το σπίτι που επί αιώνες χτιζόταν για να τον υποδεχθεί. Αν τώρα θελήσουμε, όπως κάναμε και για τον άνθρωπο, να καθορίσουμε τι είναι αυτό που αποκαλούμε δημιουργία, τι επίπεδο είναι και από τι αποτελείται, δεν θα δυσκολευτούμε και πολύ ν’ αναγνωρίσουμε πως δεν είναι πνεύμα. Είναι κάτι το αντίθετο προς την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου, στην κατάσταση του οποίου αντιτάσσεται επίμονα και πεισματικά, σε σημείο που κάθε βήμα προς τα εμπρός του πνευματικού ανθρώπου, χρειάζεται κι έναν αγώνα και μια προσπάθεια υπεράνθρωπη που τον κάνει να λαχανιάζει και εξακολουθητικά να γονατίζει αλλά και πάντα να σηκώνεται και να προχωρά. Είναι λοιπόν κατάδηλο, πως πρόκειται για δύο επίπεδα αντίθετα, που διέπονται από νόμους διαφορετικούς και που παλεύουν συνεχώς, προσπαθώντας το μεν πρώτο να κατακτήσει το δεύτερο και το δεύτερο να πνίξει το πρώτο.

Γιατί σας είπα όλα αυτά; Για να καταλήξω στο συμπέρασμα πως εφόσον ο άνθρωπος-πνεύμα ήρθε στη δημιουργία-ύλη αναγκαστικά, το γεγονός αυτό πρέπει να περικλείει μέσα του το λόγο της ύπαρξης και το σκοπό των δύο αυτών εκδηλώσεων, και του ανθρώπου και της δημιουργίας.

Θα μπορούσαμε άραγε στο γεγονός αυτό να ανακαλύψουμε καμιά λογική απόδειξη του θρύλου της πτώσεως, δηλαδή του συμβολισμού του προπατορικού αμαρτήματος; Ίσως.

Ο ερχομός του ανθρώπου-πνεύματος στη δημιουργία-ύλη, είναι άραγε καταδίκη ή ευτύχημα, είναι τιμωρία ή αμοιβή;

Κι εδώ πάλι δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να βρούμε την αλήθεια. Το πνεύμα είναι η αρχή εκείνη, που τη χαρακτηρίζει το άπειρο, η απόλυτη ελευθερία, η ενιαία συνείδηση. Η ύλη αντίθετα, χαρακτηρίζεται από το πεπερασμένο, την αδράνεια και την έλλειψη συνείδησης.

Όταν λοιπόν το πνεύμα υπόκειται στους νόμους της ύλης, είναι γι’ αυτό η μεγαλύτερη καταδίκη που υπάρχει και αν είναι τιμωρία δεν θα μπορούσε να γίνει χειρότερη. Γιατί δεν πρέπει να απατώμεθα. Ο άνθρωπος είναι πνεύμα, όταν όμως έρχεται στη δημιουργία, υπόκειται στους νόμους της και στους περιορισμούς της και μπορούμε να πούμε πως η φιλοξενία της, αποτελεί γι’ αυτό πραγματική και βαριά αιχμαλωσία, ένα σωστό κάτεργο από την πνευματική πλευρά.

Τι κακό λοιπόν έπραξε ο άνθρωπος-πνεύμα για να υποστεί την καταδίκη αυτή; Να ένα πράγμα που είναι πολύ δύσκολο να το φανταστούμε, ακόμη δε περισσότερο να το καταλάβουμε γιατί το αυτό έγινε όταν ο άνθρωπος ήταν ακόμη πνεύμα καθαρό και εμείς που θέλουμε να το εξιχνιάσουμε, είμαστε πια πνεύματα-άνθρωποι, δηλαδή σκεπτόμαστε μέσω της ύλης και όλα τα πράγματα τα ερμηνεύουμε υλικά. Αν όμως δεν μπορούμε να μπούμε μέσα στην καρδιά του γεγονότος και να το κατανοήσουμε τέλεια, μπορούμε τουλάχιστον με μια προσπάθεια αφαίρεσης να φανταστούμε κάτι ανάλογο. Βασιζόμενοι δηλ. στα χαρακτηριστικά του πνεύματος, να βρούμε ποια δραστηριότητά του ή ποιος τρόπος δραστηριότητας αντιβαίνει προς τα χαρακτηριστικά αυτά και αποτελεί κατά συνέπεια σφάλμα καίριο.

Είπαμε προηγουμένως, πως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πνεύματος είναι το άπειρο, που έρχεται σε αντίθεση με το πεπερασμένο της ύλης. Τι θα πει αυτό: Όταν επιχειρούμε να φιλοσοφήσουμε πρέπει να προσέχουμε και να δίνουμε στους όρους που μεταχειριζόμαστε έννοια ανάλογη με το επίπεδο που τους τοποθετούμε. Το άπειρο, λοιπόν του πνεύματος και το πεπερασμένο της ύλης, είναι δύο πράγματα αντιθέτως αντίθετα. Δηλαδή, το πεπερασμένο της ύλης έχει χαρακτήρα ποσοτικό, ενώ το άπειρο, του πνεύματος είναι ποιοτικό. Όταν λέμε πως το πνεύμα είναι άπειρο, πρέπει να εννοούμε όχι πως είναι άπειρο σε ποσότητα ή μορφή γιατί στο πνεύμα, ούτε το ένα υπάρχει, ούτε το άλλο αλλά πως είναι μια μονάδα απόλυτη και ενιαία, μέσα στην οποία δεν υπάρχει καμιά αντίθεση των μερών που την αποτελούν. Η συνείδησή της και η ζωή της είναι ενιαίες. Με άλλους λόγους, το άπειρο του πνεύματος συνεπάγεται απόλυτη ενότητα και μας δείχνει πως εκεί μπορεί να βασιλεύει μόνο το “EΜΕΙΣ” και ποτέ το “ΕΓΩ”.

Σ’ αυτό επάνω βασιζόμενοι, μπορούμε να πούμε πως το μόνο σφάλμα, στο οποίο μπορούσε να υποπέσει το πνεύμα, ήταν να ξεχάσει το “ΕΜΕΙΣ”, και να αναπτύξει έναν τρόπο δραστηριότητας που μόνο το “ΕΓΩ” μπορεί να εκδηλώσει, δηλαδή να διασπασθεί η ενότητα και το ενιαίο της μονάδας.

Μπορούμε άραγε να βρούμε καμιά εκδήλωση στο μετέπειτα άνθρωπο-πνεύμα που να μας καθιστά το αφηρημένο και δυσνόητο αυτό γεγονός πιο ψηλαφητό και καταληπτό; Ασφαλώς ναι. Εφόσον δηλ. το πνεύμα έλαβε νέο τρόπο δραστηριότητας, θα τον βρούμε και στη νέα κατάστασή του πνεύματος, η οποία είναι ο άνθρωπος. Τι είναι εκείνο που ιδιαίτερα χαρακτηρίζει τη φύση του ανθρώπου-πνεύματος; Είναι η εκδήλωσή του ως Εγώ συγκεκριμένου και η αντίθεσή του προς τα άλλα εγώ, είναι με άλλους λόγους η συγκρότησή του ως πνεύμα-άτομο, που έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα άπειρο.

Τα πνεύματα άνθρωποι που είναι στη δημιουργία, δεν αποτελούν πια μονάδα ενιαία και αχώριστη, αλλά “ΕΓΩ” πεπερασμένα, αντιτιθέμενα προς άλληλα, που δρουν και εκδηλώνονται χωριστά και ενάντια το ένα προς το άλλο. Διέπονται δηλαδή από το νόμο του χωρισμού.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο νέος αυτός τρόπος του “Είναι”, είναι ζήτημα επιπέδου και ανάλογος με το επίπεδο αυτό; Όχι, γιατί ο νέος αυτός τρόπος του “Είναι”, είναι άμεσο αποτέλεσμα των γεγονότων που συνέβησαν εκεί πάνω, τούτο δε το καταλαβαίνουμε αμέσως από τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται το νέο δημιούργημα, ο άνθρωπος-πνεύμα. Από τη στιγμή που φάνηκε στη γη, έφερε μαζί του και εξακολουθεί να έχει ένα γνώρισμα που φαίνεται να είναι αναπόσπαστο μέρος της φύσεώς του. Αυτό είναι η εγωπάθεια, που διακρίνεται από την άκρατη έξαρση του εγώ του, είναι με άλλους λόγους ο εγωισμός του, που σαν κατάρα τον συνοδεύει παντού και πάντοτε και τον κάνει όλα να τα φέρνει προς τον εαυτό του, όλα να τα ποδοπατά για να διατηρήσει την ύπαρξή του.

Κι έτσι ο άνθρωπος, μας δίνει την εικόνα και είναι πράγματι ένα πλάσμα αποπλανημένο εδώ κάτω, που έχει χάσει τα νερά του, που προσπαθεί εξακολουθητικά να βρει το δρόμο του και το οποίο μπροστά στην εχθρότητα του περιβάλλοντος, κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό του, περιχαρακώνεται, οχυρώνεται και παλεύει άγρια και απεγνωσμένα για να ζήσει, να διατηρηθεί. Ο ένας άνθρωπος αγνοεί τον άλλο, κάτω από τις σχέσεις των ανθρώπων κρύβεται ένας ακήρυκτος, αμείλικτος πόλεμος, που διεξάγεται συστηματικά και άσπλαχνα, με μόνο αντικειμενικό σκοπό πώς ο ένας να επικρατήσει του άλλου.

Η κατάσταση αυτή είναι μια κατάδηλη απόδειξη του σφάλματος στο οποίο υπέπεσε το πνεύμα, γιατί όπως όταν βλέπουμε τον αλκοολικό καταλαβαίνουμε από τα συμπτώματα που παρουσιάζει ποιο ήταν το πάθος που τον κατέστρεψε, έτσι και από τις πνευματικές ελαττωματικές τάσεις του ανθρώπου, μπορούμε πολύ καλά να διαγνώσουμε το σφάλμα του, χωρίς να πέσουμε έξω.

Αυτή είναι η αμαρτία του πνεύματος, δηλαδή η έξαρση του Εγώ και η απώλεια της ενιαίας συνείδησης.

Να λοιπόν που ο θρύλος της πτώσης που βρίσκεται στη βάση κάθε θρησκείας και κάθε θεογονικής παράδοσης των λαών, αποκαλύπτει σε κείνον που τον εξετάζει με τα μάτια του νου και όχι της στείρας ειρωνείας, πράγματα και διδάγματα πολύ πιο θετικά ίσως από εκείνα που μπορεί να δώσει η αυτόματη και τυχαία δήθεν γέννηση του πρωτοπλάσματος.

Ας προσέξουμε όμως κι εμείς μην τύχει και μας παρασύρουν σε πλάνη τα εύκολα και αβασάνιστα συμπεράσματα. Εφόσον ο μύθος της πτώσεως μας έδωσε τα ανωτέρω διδάγματα, ας επανέλθουμε και πάλι σ’ αυτόν κι ας τον εξετάσουμε προσεκτικότερα, μήπως μας ξέφυγε κάτι το ουσιώδες.

Είπαμε προηγουμένως πως στη χρονολογική σειρά, ο άνθρωπος εμφανίζεται τελευταίος στη δημιουργία. Αυτό το πράγμα το διαπιστώνει άραγε ο θρύλος της πτώσεως; Μου φαίνεται όχι και πολύ φοβάμαι πως εύκολα μπορεί να γίνει σύγχυση στο σημείο αυτό και να πάρει κανείς άλλα αντί άλλων. Για να δούμε.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η Εδέμ της Γένεσης είναι συμβολική. Δεν αναφέρεται στη δημιουργία την υλική, αλλά την πνευματική. Γιατί πριν την πτώση, δεν μπορούσε να υπάρξει δημιουργία-ύλη, εφόσον η τελευταία μόνο επακόλουθο της πτώσεως μπορεί να είναι. Αυτό το σημείο πρέπει να το προσέξουμε και να το καταλάβουμε καλά. Πριν να λάβει χώρα η πνευματική αμαρτία που εξηγήσαμε παρά πάνω, δημιουργία – ύλη δεν ήταν νοητή γιατί δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από τίποτε. Όταν, λοιπόν λέει η Γραφή πως ο Θεός έκανε τη Γη και τον Ουρανό, όλους τους αστέρες, τα ζώα και τα πτηνά, πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως αυτά είναι συμβολικά και δεν μπορεί να αναφέρονται παρά στην πνευματική δημιουργία, για την οποία μιλάνε τα θεωρήματά μας. Όταν οι πρωτόπλαστοι αμάρτησαν, ο Θεός, λέει η Γένεση, τους έδιωξε από τον Παράδεισο, που όμως τους έστειλε; Αυτό και άλλα πολλά, δεν μας τα λέει η Γραφή.

Ένα άλλο πράγμα που προκύπτει αναντίρρητα από τη Γραφή, είναι πως εφόσον οι Προπάτορές μας ήταν στον Παράδεισο, δηλαδή στο πνευματικό επίπεδο, δεν είχαν απογόνους. Πράγματι η Γραφή μας μιλάει για Αρχαγγέλους και Αγγέλους, για Σεραφείμ και Χερουβείμ, για τους πρωτόπλαστους, τον Αδάμ και την Εύα, πουθενά όμως δεν γίνεται λόγος για απογόνους των τελευταίων, οι πρώτοι δε απ’ αυτούς, αναφαίνονται έξω από τον Παράδεισο μετά την πτώση, ως, Κάϊν και Άβελ.

Να λοιπόν δύο πράγματα που χρειάζονται προσοχή γιατί έχουν μεγάλη σημασία και η εξήγησή τους μπορεί να μας αποκαλύψει μεγάλα μυστήρια και βασικές αλήθειες. Ας αρχίσουμε πρώτα από τη δημιουργία-ύλη. Αφού ο Θεός δεν την είχε κάνει πριν την πτώση και πουθενά δεν αναφέρεται πως την έκανε μετά, ποιος λοιπόν την έκανε: Στην αρχή της ομιλίας μου σας είπα πως ο θρύλος της πτώσεως αναφέρεται στις παραδόσεις όλων των λαών, ίδιος στο νόημα αλλά διαφορετικός στην εμφάνιση. Μέχρι τώρα πήραμε την αφήγηση της Γένεσης, αν ρίξουμε όμως μια ματιά δίπλα σε άλλες παραδόσεις, θα δούμε μιαν άλλη έκδοση, επίσης γνωστή σας. Πρόκειται περί της μυθολογικής κοσμογονίας, όπως αυτή του Ησίοδου, του Ενώχ και άλλων, οι οποίοι αναφέρουν ότι αρχικά οι Γίγαντες του Ουρανού, προσπάθησαν να καταλάβουν τη Γη και προέκυψε η ομηρική εκείνη πάλη μεταξύ Γιγάντων και Τιτάνων. Αφού δε οι Γίγαντες κατόρθωσαν να νικήσουν τους Τιτάνες, γνώρισαν τις κόρες της γης και άρχισε να δημιουργείται το ανθρώπινο γένος. Κατά τι διαφέρει η έκδοση αυτή από την της Γένεσης. Δεν διαφέρει αλλά την συμπληρώνει κατά τούτο: στην απόφαση των Γιγάντων να καταλάβουν τη Γη, πρέπει να βλέπουμε πώς ανώτερες πνευματικές ιεραρχίες του Ουρανού, υπέπεσαν στην αμαρτία του πνεύματος και δημιούργησαν την ύλη. Είναι αυτό αλήθεια; Στέκεται λογικά; Βέβαια. Μην ξεχνάτε πως ο Θεός δεν έκανε τη δημιουργία-ύλη, πως οι άνθρωποι, απόγονοι των πρωτοπλάστων, αναφάνηκαν μόνο μετά τη δημιουργία αυτή. Άρα το μόνο δυνατό και λογικό συμπέρασμα που βγαίνει, είναι ότι εκείνοι που δημιούργησαν την ύλη είναι οι προπάτορές μας, αφού εγκατέλειψαν τον παράδεισο. Ποια όμως σχέση υπάρχει μεταξύ ημών των ανθρώπων και αυτών που αποκαλούμε προπάτορές μας; Είναι άραγε η ίδια που υπάρχει μεταξύ γονιών και παιδιών ανθρώπων; Ασφαλώς όχι, γιατί ξέρουμε πολύ καλά πως τα παιδιά μας δεν είναι δημιουργήματα δικά μας. Η δε ενέργειά μας στην τεκνογονία, περιορίζεται απλώς να ετοιμάζουμε ένα σκήνωμα, ένα σώμα, υλικό μέσα στο οποίο θα έρθει να κατοικήσει μια πνευματική οντότητα, που δεν απορρέει από μας, αλλά είναι ισάξια με μας. Η τεκνογονία δηλαδή στους ανθρώπους, υπάρχει μόνο κατά τη σάρκα. Μεταξύ όμως των πρωτοπλάστων και των απογόνων τους, η σχέση είναι διαφορετική, γιατί εκεί πρόκειται περί πραγματικής πνευματογονίας.

Οι ανώτερες δηλαδή πνευματικές ιεραρχίες, δεν δημιουργούν σώματα στα οποία θα κατοικήσουν πνεύματα ισάξια με αυτές, αλλά ακτινοβολούν από τον εαυτό τους πνευματικές οντότητες δευτερεύουσες, τριτεύουσες και ούτω καθεξής, οι οποίες έρχονται και κατοικούν στα σώματα που ετοιμάζουμε εμείς οι άνθρωποι. Απ’ αυτό καταλαβαίνουμε πως η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων-απογόνων και των προπατόρων τους, είναι κολοσσιαία όσον αφορά την ανωτερότητα, τη δυνητικότητα και τη συνείδηση.

Και τώρα μπορούμε να καταλάβουμε πώς εμείς οι ταπεινοί, οι αδύναμοι και πολύ σχετικοί πνεύματα-άνθρωποι, δεν ήταν δυνατόν ούτε να συλλάβουμε, ούτε και να εκτελέσουμε την αμαρτία του πνεύματος, όχι μόνο γιατί δεν είχαμε τη δυνητικότητα για ένα τέτοιο πράγμα, αλλά επίσης γιατί τότε ούτε καν υπήρχαμε. Εκείνοι που το έκαναν είναι οντότητες πνευματικές, τεράστιες, ανάλογες σε μέγεθος και δύναμη με το σφάλμα τους. Αυτές είναι που όταν εκδιώχθηκαν από το πνευματικό επίπεδο-παράδεισο, δημιούργησαν από το χάος την ύλη, τη συνέταξαν, την τακτοποίησαν και σιγά-σιγά έκαναν εκείνο που αποκαλούμε σήμερα δημιουργία υλική, μπροστά στην τελειότητα και τη σοφία της οποίας ο δικός μας σχετικός νους παθαίνει ίλιγγο, μια ακόμη απόδειξη πως δεν είναι έργο μας. Όταν οι Γεννήτορές μας, οι πνευματικοί προόδευσαν αρκετά το κολοσσιαίο έργο της δημιουργίας, κατασκεύασαν κι εμάς τους ανθρώπους και μας έστειλαν στη γη, για να επωφεληθούμε από τη δημιουργία, συμμεριζόμενοι τον αγώνα τους.

Μπορούμε άραγε μέσα στην ανθρωπότητα να βρούμε όντα που να διαφέρουν μεταξύ τους όσο φανταζόμαστε πως διαφέρουν οι πνευματικοί μας γεννήτορες από μας; Ασφαλώς ναι. Από τον καιρό που εκδηλώθηκαν οι άνθρωποι στη γη, βλέπουμε να χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στον κόσμο τον πολύ, στη μάζα, που ακολουθεί το δρόμο της ασυνείδητα και σε κάτι εκλεκτούς που εμφανίζονται κατά καιρούς και της δείχνουν το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει, τη βοηθούν και την καθοδηγούν. Είναι όλοι εκείνοι που από την πρώτη στιγμή άρχισαν να διδάσκουν τους ανθρώπους είτε στη γεωργία, είτε στην επιστήμη, στη θρησκεία, στη φιλοσοφία και σε όποιο άλλο επίπεδο σημειώθηκε και σημειώνεται η πρόοδος. Τους ανθρώπους αυτούς που τους διακρίνει πάντα μια μεγάλη αυτοθυσία, που πάντα θυσιάζονται για το γενικό καλό, τους θαυμάζουμε εμείς οι κοινοί θνητοί, που τίποτε το εξαιρετικό δεν κάνουμε και έχουμε την πεποίθηση πως πρόκειται για εξαιρετικά κεφάλια. Αυτοί είναι οι γεννήτορές μας, αυτοί μας οδηγούν και προπορεύονται στο δύσκολο δρόμο που έχουμε όλοι μας να ακολουθήσουμε. Νοιώθουμε δε πολύ καλά εμείς οι απλοί άνθρωποι, πως ό,τι κάνουν εκείνοι, σε μας δεν είναι δεδομένο να το κάνουμε.

Κι έτσι, βλέπετε πως ασχολούμενοι με μύθους και παραδόσεις, τις οποίες ο δήθεν θετικός άνθρωπος περιφρονεί ειρωνικά, κατορθώνουμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα πολύ διαφωτιστικά, να καθαρίσουμε και να ευρύνουμε τον πνευματικό μας ορίζοντα και ν’ αρχίσουμε να διακρίνουμε όχι και πολύ μακριά, τη λύση του προβλήματος που μας απασχολεί.

Ποια είναι τα γενικά και συγκεκριμένα συμπεράσματα που βγαίνουν από όσα είπαμε έως τώρα:

1ον. Ανώτερες πνευματικές ιεραρχίες που αποκαλούμε προπάτορές μας, υπέπεσαν στην αμαρτία του πνεύματος, η οποία συνίσταται στην έξαρση του Εγώ. Δημιούργησαν την ύλη και αφού απετάχθησαν από το βασίλειο του Ουρανού, μετάνιωσαν, άρχισαν επανορθώνοντας το σφάλμα τους, τακτοποιώντας το χάος και δημιουργώντας την υλική δημιουργία. Με άλλους λόγους, αφού μετέτρεψαν με την πράξη τους αυτή, ένα μέρος του πνεύματος σε ύλη, μετάνιωσαν και ανέλαβαν να το πνευματοποιήσουν και πάλι, αυτό δε, δεν μπορεί να γίνει παρά με μια βαθμιαία εξέλιξη της ύλης από πυκνά και άτακτα στρώματα, σε ολοένα πιο αιθέρια, πιο άυλα και πιο συνειδητά.

2ον. Οι ίδιες ανώτερες ιεραρχίες από την κατώτερη υπόστασή τους, δημιούργησαν κατ’ εικόνα και ομοίωση αυτών, τους ανθρώπους-πνεύματα, τους οποίους στέλνουν στην υλική δημιουργία για να εξελιχθούν και να καταστούν αιώνιοι σαν κι’ αυτούς.

3ον. Ότι οι υποπέσαντες στο σφάλμα και κυρίως υπεύθυνοι γι’ αυτό, είναι οι ανώτερες πνευματικές ιεραρχίες, εμείς οι άνθρωποι το συμμεριστήκαμε ως μάζα κατώτερη των οντοτήτων αυτών, όπως μπορεί το σώμα μας να λάβει μέρος ασυνείδητα σε μια πράξη του πνεύματός μας.

4ον. Ότι εμείς οι άνθρωποι δημιουργηθήκαμε μετά την πτώση, για να μπορέσουμε να επωφεληθούμε του κολοσσιαίου εξελικτικού έργου και να ξανα-επιστρέψουμε μαζί τους στα ουράνια δώματα, όχι πια σαν μάζα ασυνείδητη, αλλά προσωπικότητες συνειδητές και αιώνιες.

5ον. Πως ο Θεός δεν έλαβε κανένα μέρος στο φτιάξιμο της υλικής δημιουργίας, η οποία είναι το έργο της αμαρτίας.

Προσπάθησα με σκέψεις απλές, και επιχειρήματα όχι πολύ αφηρημένα, να σας δείξω σιγά-σιγά την κατανόηση του αποψινού μας θέματος, που πρέπει να είναι και θέμα των ανθρώπων γιατί από την κατανόησή του, εξαρτάται η τόσο ποθητή για μας, ευτυχία.

Η υλική λοιπόν δημιουργία, χρησιμεύει ως μέσο επανορθωτικής εξάγνισης των αμαρτησάντων και εξυπηρετεί ταυτόχρονα την εξέλιξη των ανθρώπων.

Ο άνθρωπος πάλι, έχει ως σκοπό να δημιουργήσει στον εαυτό του, μέσω της υλικής δημιουργίας, μια προσωπικότητα άφθαρτη και αιώνια.

Ένας τέτοιος σκοπός, φαίνεται σαν να μην ικανοποιεί εκ πρώτης όψεως τον κοινό άνθρωπο. Κι αυτό είναι φυσικό. Συνηθισμένος να ασχολείται με την ικανοποίηση των άμεσων αναγκών του, οι οποίες είναι γι’ αυτόν χειροπιαστές αλλά και πιο επιτακτικές, δεν ενθουσιάζεται αμέσως από τη σκέψη πως δουλεύει εδώ κάτω, αγωνίζεται και υποφέρει για να κερδίσει μια αιώνια ζωή κάπου αλλού.

Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος πάλι άνθρωπος πιστεύει ακράδαντα στη μετά θάνατον ζωή, του είναι μια αυθόρμητα ριζωμένη πεποίθηση, όχι όπως θέλησαν μερικοί να τον κάνουν να πιστέψει γιατί του την ρίζωσαν οι ιερείς ή γιατί ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του, αλλά γιατί ανταποκρίνεται σε μια εσωτερική του ασυνείδητη ανάγκη, σε μια πραγματικότητα. Χωρίς αυτήν, τα πάντα για τον άνθρωπο καταρρέουν, το κάθε τι χάνει την υπόσταση και τη σημασία του, αυτός δε ο ίδιος, αποβαίνει το παιχνίδι μιας άσπλαχνης μητριάς, που αφού παίξει μαζί του και τον βασανίσει ποικιλότροπα, τον ρίχνει στην ανυπαρξία. Γι’ αυτό και καμία πρόοδος, θεωρία επιστημονική ή φιλοσοφική, δεν κατόρθωσε, ούτε και θα κατορθώσει να του ξεριζώσει αυτήν την έμφυτη πεποίθηση. Όπως είναι όμως υποκριτής, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα υλικά του πάθη, την ξεχνάει πότε πότε θεληματικά για να την ξαναθυμηθεί κάθε φορά που βρίσκεται σε δύσκολη θέση.

Εκτός, όμως από την έμφυτη αυτή πεποίθηση του ανθρώπου, και μια μαρτυρία πολύ πιο βαρυσήμαντη για τη μετά θάνατο ζωή. Είναι οι μυστηριώδεις εκείνοι λόγοι του Θεανθρώπου του ίδιου, καθώς και οι λόγοι που βάζει στο στόμα Του ο Αποκαλυπτής Ιωάννης. Τόσο ο Xριστός, μιλώντας ο ίδιος στο Ευαγγέλιο, όσο και μέσω του Ιωάννη στην Αποκάλυψη, λέγει επανειλημμένα, αποτεινόμενος στους πιστούς του ότι αν πράξουν σύμφωνα με τις εντολές, θα τους προφυλάξει από το “δεύτερο θάνατο”. Μας λέγει δηλαδή ο Χριστός απροκάλυπτα πως εκτός από τον πρώτο φυσικό θάνατο, που σε όλους μας είναι γνωστός, υπάρχει και ένας δεύτερος, από τον οποίο αναλαμβάνει να μας προφυλάξει εάν εκτελέσουμε τις εντολές του. Και ασφαλώς δεν πρόκειται εδώ για την “κόλαση”, γιατί η κόλαση δεν είναι θάνατος, αλλά ζωή μαρτυρική αιώνια. Για να υπάρχει λοιπόν δεύτερος θάνατος, σημαίνει πως, αφού πεθάνουμε φυσικά μια πρώτη φορά, εγκαταλείψουμε δηλαδή το υλικό μας σώμα, εξακολουθούμε να ζούμε σε άλλο επίπεδο και πως αν και στο επίπεδο αυτό αποφύγουμε το δεύτερο θάνατο, τότε θα εξακολουθούμε να ζούμε επ’ άπειρον. Για το ζήτημα αυτό του δευτέρου θανάτου, σας παραπέμπω στην ωραία αποκάλυψη που μας έκανε σχετικά ο Σεβαστός Διδάσκαλος Δώρος.

Η κατάσταση αιωνιότητας, αυτός είναι λοιπόν, αδελφοί μου ο σκοπός του ανθρώπου. Όταν το σκεφτεί κανείς καλά, αντιλαμβάνεται πως δεν είναι και μικρό πράγμα και ίσως μπροστά σ’ ένα τέτοιο αποτέλεσμα να δικαιολογείται όλος ο αγώνας, όλα τα δεινά που ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να υποστεί για να φτάσει στο τέρμα του.

Η απλή όμως διατύπωση του σκοπού, μας είναι αρκετή για να μας κάνει να τον καταλάβουμε; Όταν λέμε πως σκοπός μας είναι ν’ αποκτήσουμε την αιωνιότητα, καταλαβαίνουμε άραγε τι θέλει πει αυτό; Ίσως όχι και δεν θα ήταν άσκοπο να επεκταθούμε λίγο πάνω σ’ αυτό το σημείο γιατί θα ήταν κρίμα να βρούμε το σκοπό μας και να μην καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Από όσα είπαμε προηγουμένως, φαίνεται πως τα πάντα, τόσο η δημιουργία όσο κι εμείς, υποκείμεθα σ’ έναν γενικό νόμο της εξέλιξης, το νόμο δηλαδή που μας φέρνει εξακολουθητικά προς τα εμπρός, πλησιάζει ολοένα προς το τέρμα μας. Από την εξέλιξη αυτή, μπορεί να προκύψουν διάφορα αποτελέσματα και νέες συνθήκες. Συνήθως όμως ο άνθρωπος συγχέει την εξέλιξη με την πρόοδο. Μεταξύ των δύο αυτών πραγμάτων, υπάρχει ουσιώδης διαφορά. Με την πρόοδο αποκτούμε νέα εφόδια ή δημιουργούμε διαφορετικές συνθήκες υλικής ζωής. Ο ηλεκτρισμός, ο τηλέγραφος, η ατομική ενέργεια, είναι πρόοδος. Όταν ένας άνθρωπος αποκτήσει μια νέα δυνητικότητα, επιτελεί μια πρόοδο για τον εαυτό του, είναι καλύτερα δηλαδή οπλισμένος για τη ζωή.

Η εξέλιξη είναι διαφορετικό πράγμα. Μπορεί να είναι ατομική ή συνολική. Στην ολότητα, στην κοινωνία, εκδηλώνεται με ανώτερες, όχι ευκολότερες συνθήκες κοινωνικής συμβίωσης. Στον άνθρωπο με τη δημιουργία, όχι καινούργιων αρετών αλλά ανώτερο τρόπο του Είναι: η γέννηση π.χ. στον άνθρωπο ενός ιδεώδους, η ενεργητική εκδήλωση του αισθήματος της δικαιοσύνης και του αλτρουισμού, η κυριαρχία επί του εαυτού του, η φώτιση, είναι δείγματα εξέλιξης και όχι προόδου.

Όσο περισσότερο εξελίσσεται ένας άνθρωπος, τόσο ανέρχεται περισσότερο, πλησιάζει δηλαδή ολοένα και περισσότερο προς την εικόνα του αρχέτυπού του, προς την εικόνα του πνευματικού του γεννήτορα. Και όταν κατορθώσει με κόπο, με θυσία πολύχρονη και σκληρή να εκδηλώσει σ’ αυτό τον κόσμο την εικόνα της πηγής του, τότε έχει φτάσει στον ακραίο σταθμό του, πιο πέρα από τον οποίο δεν του είναι δεδομένο να προχωρήσει γιατί έχει εκπληρώσει το σκοπό του και κατέλαβε στην πνευματική δημιουργία τη θέση που του ανήκει και που πηγάζει από τη φύση του. Όταν ο άνθρωπος φτάσει σ’ αυτό το σημείο, έχει ως φυσικό και αυτόματο επακόλουθο, περιέλθει σε κατάσταση αιωνιότητας, δηλαδή η πνευματική του προσωπικότητα έχει τόσο πολύ δουλευτεί, καλλιεργηθεί και εξελιχθεί, ώστε είναι πια αδιάφθορος, δεν υπόκειται στην προσβολή και την επήρεια κανενός νόμου της δημιουργίας. Μένει εσαεί και απολαμβάνει πια ανενόχλητος το πλήρες απάνθισμα και την εκδήλωση των δυνητικοτήτων του. Είναι γι’ αυτόν το Νιρβάνα, το πλήρωμα, ο Παράδεισος.

Η αιωνιότητα λοιπόν, δεν είναι καμιά ειδική αρετή ή ικανότητα που αποκτούμε με την Α ή Β προσπάθεια, αλλά είναι η φυσιολογική κατάσταση, στην οποία περιέρχεται ο άνθρωπος-πνεύμα όταν φτάσει στον ακραίο βαθμό της εξέλιξής του. Η δε εξέλιξη αυτή και η αιωνιότητα που επακολουθεί, δεν είναι αμοιβή που δίνεται, αλλά κατάκτηση δική του, επακόλουθο των προσπαθειών του.

Και αν δεν νικήσει δεν πέφτει, όπως λένε οι θρησκείες, στην άγονη, στην άσκοπη μαρτυρική ζωή της αιώνιας κόλασης που κάνει την ψυχή και το νου να επαναστατούν, αλλά υπόκειται στους νόμους της δημιουργίας και χάνεται. Πεθαίνει δηλαδή μια δεύτερη φορά, ξαναγίνεται μάζα πνευματική, χάνει την προσωπικότητα που είχε προσωρινά δημιουργηθεί. Πνεύμα ήταν και πνεύμα ξαναγίνεται, αλλά πνεύμα μαζικό, χωρίς οντότητα και ατομική συνείδηση. Είναι κάτι ανάλογο αλλά πολύ πιο τρομερό, με το δράμα του ανθρώπου που, αφού του δόθηκε η ευκαιρία να δει με τα μάτια του τις ομορφιές της δημιουργίας, χάνει το φως του. Αλλά σ’ αυτόν μένει η ανάμνηση, σ’ εκείνον όμως που πεθαίνει για δεύτερη φορά, δεν μένει τίποτε αφού ο ίδιος παύει να υπάρχει. Κι αυτός ο νόμος του δεύτερου θανάτου, δεν εκδηλώνεται σαν τιμωρία, αλλά είναι η φυσική συνέπεια μιας ανάλογης ζωής.

Κι όπως από το χώμα ξανα-γεννιούνται πάλι καινούργια σώματα, έτσι και από τo μαζικό πνεύμα θα ξαναγίνουν πάλι καινούργιες προσωπικότητες, θα παλέψουν και πάλι θα ξανα-χαθούν, μέχρις ότου όλη η μάζα του πνεύματος που είναι ενδεδειγμένη γι’ αυτό το σκοπό, αποκρυσταλλωθεί σε προσωπικότητες άφθαρτες και αιώνιες.

Μένει τώρα να εξετάσουμε ποιος είναι ο δρόμος που οδηγεί στην κατάσταση αιωνιότητας και προφυλάσσει από το δεύτερο θάνατο.

Είναι πολύ εύκολο να τον βρούμε, αν μείνουμε συνεπείς προς όσα είπαμε στην αρχή.

Μολονότι δεν είμαστε οι κυρίως υπεύθυνοι της πνευματικής αμαρτίας, τη συμμεριστήκαμε όμως ως μάζα των γεννητόρων μας.

Αφού δε οι γεννήτορές μας οι πνευματικοί, χρησιμοποιούν την τελειοποίηση της δημιουργίας σαν εξαγνιστική επανόρθωση του σφάλματός τους, είναι πολύ εύκολο να καταλάβουμε πως για να ξαναγυρίσουμε κι εμείς μαζί τους εξαγνισμένοι και τελειοποιημένοι, είμαστε υποχρεωμένοι ν’ ακολουθήσουμε τον ίδιο δρόμο, να υιοθετήσουμε τον ίδιο τρόπο. Κι αφού η αμαρτία του πνεύματος ήταν η έξαρση του Εγώ εις βάρος της ενιαίας συνείδησης του πνεύματος, είναι κατάδηλο πως ο μόνος, ο μοναδικός τρόπος επανόρθωσης των μεν και εξέλιξης των δε, είναι η απάρνηση του Εγώ και η έξαρση μέσα μας της οικουμενικής συνείδησης.

Πώς λοιπόν μπορούμε να πετύχουμε τα δύο αυτά πράγματα, την απάρνηση του Eγώ και την αντικατάστασή του με συνείδηση οικουμενική; Είναι θέμα, που λείπει ο καιρός για να εξετάσω σήμερα λεπτομερώς. Θα περιοριστώ μόνο σε μερικά γενικά του σημεία.

Η καλλιέργεια μέσα μας της οικουμενικής συνείδησης, γίνεται με τη διεξαγωγή εκ μέρους μας ενός πολέμου αμείλικτου, σκληρού και εξακολουθητικού κατά του καταραμένου αισθήματος του εγωισμού, που σαν τύραννος είναι θρονιασμένος μέσα μας κι έχει ριζώσει βαθειά σ’ ολόκληρο το είναι μας. Αφού ανοίξουνε τα μάτια της Ψυχής μας, αφού αντιληφθούμε πως είμαστε πνεύματα και όχι σώματα και πως, κατά συνέπεια, στον πραγματικό μας κόσμο, τον πνευματικό, ο χωρισμός είναι πράγμα ανύπαρκτο και άγνωστο, πρέπει να επιδοθούμε να ξεριζώσουμε από μέσα μας, αλλά και να καταστρέψουμε επίσης, να γκρεμίσουμε και να εξουδετερώσουμε κάθε φραγμό που χωρίζει τους ανθρώπους και τους εμποδίζει να θεωρούνται σαν τα μέλη ενός σώματος, σαν τα παιδιά μιας μητέρας.

Με άλλα λόγια, πρέπει να φροντίσουμε, ώστε κάθε μας πράξη, κάθε μας αίσθημα και κάθε μας σκέψη, αντί να εμπνέονται από το ατομικό μας και μόνο συμφέρον, να υπαγορεύονται απεναντίας από την αλληλεγγύη μας με τους άλλους ανθρώπους, τους οποίους νοιώθουμε πια ως άλλους εαυτούς μας και όχι ως αγνώστους που είναι καλοί, είτε για να τους εκμεταλλευόμαστε είτε για να μας εκμεταλλεύονται.

Κάνοντας έτσι, πέφτει ο πέπλος που είναι μπροστά μας, το σκοτάδι που μας περικαλύπτει φωτίζεται, η συνείδησή μας ευρύνεται ολοένα και με τη δική μας εξέλιξη που προκύπτει, βοηθάμε και στην εξέλιξη των συνανθρώπων μας και συντελούμε στην εμπέδωση του νόμου της αμοιβαιότητας, που είναι ο μόνος ικανός να εξασφαλίσει ανθρωπότητα δίκαιη και ευτυχισμένη, εκείνο δηλαδή που όλοι μας ποθούμε και περιμένουμε με αγωνία.

Και έτσι βλέπουμε πως, ακολουθώντας το δρόμο που μας φέρνει στο σκοπό μας, εξασφαλίζουμε ταυτόχρονα και την ευτυχία μας την κοσμική, για την οποία τόσο παλεύει ο άνθρωπος. Από αυτό και μόνο μπορούμε να καταλάβουμε πόσο μάταιες, πόσο άσκοπες και πόσο άγονες θα είναι όλες οι προσπάθειες, που χωρίς να καθορίσουν στον άνθρωπο το σκοπό του, επιδιώκουν όμως να τον κάνουν να ευτυχήσει. Με το να παραθέσουμε όλες αυτές τις λογικές σκέψεις, καταζητούμε να διατυπώσουμε μια θεωρία, η οποία είναι ασφαλώς πολύ πιο παρήγορη, πολύ πιο δημιουργική και αισιόδοξη από τις άλλες εκείνες που, περιβεβλημένες δήθεν τη σοφία και την επιστήμη, προσπαθούν με λύσσα να πείσουν τον άνθρωπο πως είναι χώμα και χώμα θα ξαναγίνει. Η ευθύνη τους είναι τεράστια γιατί σκοτώνουν στον άνθρωπο ό,τι ευγενικό και ωραίο και τον αποτρέπουν, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το επιδιώκουν, από κάθε τι ανώτερο, ριζώνοντας μέσα του την αγανάκτηση, την πίκρα και τη δικαιολογία της αχαλίνωτης ικανοποίησης των παθών του.

Αυτά είχα να σας, πω για το σκοπό του ανθρώπου, για το σκοπό όλων μας. Aντιλαμβάνεστε βέβαια πως περιορίστηκα στις γενικές μόνο γραμμές του ζητήματος και πως προσπάθησα να σας δώσω μια συνθετική του μάλλον άποψη. Η λεπτομερειακή του εξέταση, θα μας πήγαινε πολύ μακριά. Άλλωστε πολλές διδασκαλίες του Τάγματος, για να μην πω όλες, σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το θέμα και συμπληρώνουν όλα τα κενά.

Γιατί αν ο σκοπός του ανθρώπου είναι ν’ αποκτήσει την αιωνιότητα, σκοπός του Τάγματος είναι να βοηθήσει τον άνθρωπο να εκτελέσει το σκοπό του. Γι’ αυτό και οι Σεβ. μας Διδάσκαλοι Δώρος και Δώρα, το προίκισαν με τόση διδασκαλία και με ωραίες και βαθιές αποκαλύψεις που απαντούν σε όλα μας τα ερωτήματα και μας χαράζουν φωτεινό το δρόμο της Αμοιβαιότητας και της Αλληλεγγύης των ανθρώπων, που μόνος άγει στο σκοπό μας.

____________________

Ομιλία Α.Τ. Γ. Αγάθου σε ανoιχτή συνεδρίαση
στο Κάϊρο – 21 Μαρτίου 1946.