ΜΙΑ ΜΥΣΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Οδηγούμενος απ’την υψηλή διάνοια, προχώρησα προς την πυραμίδα του Πρίγκηπα Νούμπα που βρίσκεται νοτιοανατολικά της πυραμίδας του βασιλιά Μυκερίνου (Μενκάουρα).

Μόλις μπήκα στους σκοτεινούς τούτους τόπους ένα ρίγος διέτρεξε το σώμα μου και ένιωσα μια δυσφορία σαν ψύχος που φτάνει μέχρι τα κόκκαλα. Με την ενθάρρυνση πάντοτε του αοράτου οδηγού μου, κατέβηκα ψηλαφώντας στα υπόγεια της πυραμίδας. Η όψη των υπογείων αυτών μου ήταν γνωστή,γιατί πολλές φορές κατάκοπος απ’την τρικυμιώδη ζωή της κοινωνίας, αποσυρόμουνα εκεί για να ξαναβρώ την ψυχική και πνευματική γαλήνη της ύπαρξης μου σ’ένα γλυκύτατο ρεμβασμό και διαλογισμό που η σιωπή αυτή, το σκοτάδι και η απομόνωση μου έδιναν.

Όταν έφθασα εκεί, κάθισα πάνω σε μια πέτρα, απομεινάρι του στολισμού του αρχαίου αυτού ναού.  Σε βαθειά συγκέντρωση του είναι μου, περίμενα το αποτέλεσμα της ανέλπιστης αυτής πρόσκλησης.

Συγκεχυμένοι θόρυβοι και κρότοι άρχισαν να φθάνουν στ’αυτιά μου. Ξαφνικά αισθάνομαι να με σπρώχνουν. Η πέτρα όπου καθόμουνα εξαφανίζεται και με καταλαμβάνει ένας αόρατος φόβος που όμως σύντομα ελέγχω. Προτού μπορέσω να ψάξω για άλλη θέση να καθίσω, το υπόγειο φωτίζεται μ’ένα εκτυφλωτικό φως.

Ανοιγοκλείνω τα μάτια και βλέπω μπροστά μου ένα θαυμάσιο θέαμα. Τα ερείπια του παρόντος εξαφανίσθηκαν στο διάστημα του παρελθόντος και στη θέση τους φάνηκε ένας μικρός Αιγυπτιακός ναός θαυμάσιας αρχιτεκτονικής. Τίποτε δεν έλειπε στο ιερό αυτό καταφύγιο. Στο βάθος του ναού υψώνονταν δύο αγάλματα της Ίσιδος και του Όσιρη. Στα βάθρα τους τέσσερες Σφίγγες αρμονικού μεγέθους και με τέλεια χαρακτηριστικά εφύλαγαν, ως πιστοί υπηρέτες τους δύο κυρίους της φύσης.

Πιο χαμηλά υψωνόταν το άγαλμα της Αλήθειας, που κρατούσε στο χέρι το σημείο της ζωής, και ήταν διακοσμημένο μ’ ένα φτερό στρουθοκαμήλου. Απέναντι απ’το άγαλμα αυτό ορθωνόταν το άγαλμα του Αιγύπτιου Ηρακλή διακοσμημένο εντελώς με φτερά και με το σώμα σκεπασμένο μ’ ένα δέρμα τίγρης. Τέσσερα χρυσά ανάβαθρα που βρίσκονταν μπροστά από κάθε άγαλμα, γέμιζαν τον αέρα μ’ ένα λεπτό και γλυκό άρωμα, ενώ πολλές επιγραφές και ιερογλυφικά σύμβολα διακοσμούσαν τους τοίχους του ναού.

Μόλις που πρόλαβα να εξετάσω το περιβάλλον μου, κι’ από το βάθος του σκοτεινού διαδρόμου ακούστηκε μια ρυθμική και μονότονη μελωδία κι εμφανίστηκαν δύο ιεροφάντες στην είσοδο του ναού, συνοδευόμενοι από τέσσερις βοηθούς. Η παρουσία ζωντανών ανθρώπων στους απομονωμένους αυτούς τόπους αναστάτωσε και πάλι τη συνείδηση μου και μ’ έκανε ξανά να δειλιάσω. Μια σκιά ορθώθηκε ξαφνικά δίπλα μου και, γυρίζοντας κατατρομαγμένος το κεφάλι, αναγνώρισα την υψηλή διάνοια που με είχε οδηγήσει στους τόπους αυτούς. Μου είπε:

-Δώρε, άγγιξε με το χέρι σου το μέτωπό μου, γιατί η επαφή αυτή θα δώσει στο ανήσυχο πνεύμα σου, που βρίσκεται συμπιεσμένο μέσα στον υλικό σφυκτήρα, την έννοιαν των λόγων, των χειρονομιών, των γεγονότων και των τύπων των άξιων τούτων υπηρετών του αρχαίου νόμου.

Άγγιξα το μέτωπο του με χέρι που έτρεμε. Η επαφή αυτή, ανάλογη με την επαφή δύο αντιθέτων ηλεκτρικών πόλων, μου προξένησε έναν κλονισμό και σε λόγο μια ευδιαθεσία αντικατέστησε τη δειλία του πνεύματος μου και τον τρόμο του σώματος μου. Σε απειροελάχιστο χρόνο διέσχισα και πάλι το διάστημα του παρελθόντος.

Ζούσα στην εποχή κατά την οποία η αφέλεια της ψυχής παραθέτοντας όλες τις πρωτογενείς της ωραιότητες και ιδιότητες, εξόρκιζε το κυρίαρχο πνεύμα του ανθρώπου να υποταχτεί στην υπέρτατη λατρεία του θεού. Είδα και εννόησα ότι η θεότητα του Όσιρη συμβόλιζε τη θεία Σοφία, ενώ η Ίσιδα, η αγνή σύζυγος του Όσιρη, συμβόλιζε τη θεία Αγάπη που με αφθονία έχει διαχυθεί στη δημιουργημένη φύση. Έχοντας συνείδηση των αρχών αυτών, παρακολουθούσα την ωραία αυτή λειτουργία με τη θέρμη Χριστιανού μαθητή μυημένου στα μυστήρια των αρχαίων Αιγυπτίων.

Οι ιεροφάντες εισήλθαν, ο ένας πίσω απ’τον άλλο. Τους ακολουθούσαν οι τέσσερις βοηθοί. Κατευθύνθηκαν προς τα αγάλματα των δύο κυριοτέρων θεοτήτων. Ύψωσαν το χέρι με την παλάμη προς τα έξω, γονάτισαν και με σκυμμένο το κεφάλι προσκύνησαν με απαλές και αρμονικές κινήσεις, στους ήχους της μονότονης και ρυθμικής μελωδίας των βοηθών. Κατόπι σηκώθηκαν, διέταξαν τους βοηθούς ν’αποσυρθούν έξω απ’το ναό, κάθισαν σε έδρες από μαύρο κατεργασμένο ξύλο, ο ένας απέναντι στον άλλο, μπροστά στις δύο θεότητες, και άρχισαν τον ακόλουθο διάλογο, ως άρθρο πίστης.

Αυτός που καθόταν δεξιά, προς το μέρος του αγάλματος του Όσιρη, απευθύνθηκε προς τον άλλο και είπε:

-Πνευματικέ μου αδελφέ,
-Ποιός κάνει να κυκλοφορούν οι άνεμοι στην επιφάνεια της γης;
-Ποιός χαμογελά με τις χαρωπές ακτίνες φωτός του στους ανθρώπους;
-Ποιός απωθεί και διώχνει στις σκοτεινές αβύσσους τους αστερισμούς που λάμπουν στον ουρανό και με το ισχυρό του χέρι τους επαναφέρει;
-Ποιός υπολογίζει το μήκος του χρόνου;
-Ποιός μετρά το άπειρο των εκτάσεων;
-Ποιός ζυγίζει το σιτάρι μέχρι τα βουνά που καλύπτουν τη γη;
-Ποιός δίνει νόηση στη ζωή που γεννιέται;
-Ποιός δίνει το λόγο και τη σκέψη στους ανθρώπους;
-Ποιός άλλος παρά η υπέρτατη Σοφία, ο μεγαλοπρεπής Όσιρης, ο δυνατός, ο ισχυρός και ο υπέρτατος.

Ο άλλος ιεροφάντης απαντά:
-Πνευματικέ μου αδελφέ.
-Ποιός δίνει τη δροσιά στους ανέμους;
-Ποιός δίνει την ωραιότητα του χρώματος, την αρμονία των γραμμών και το μεγαλείο των σχημάτων στη θέα του φωτός;
-Ποιός καταπαύει τις θύελλες;
-Ποιός δίνει την υπέρλαμπρη ωραιότητα του ουρανού;
-Ποιός κάνει τα πουλιά να κελαϊδούν;
-Ποιός χαρίζει στους ανθρώπους τα ευγενή αισθήματα;
-Ποιός άλλος παρά η αιώνια Αγάπη, που πηγάζει απ’ το θείο πνεύμα και ζωογονεί με τη μητρική της θέρμη το καθετί που ζει και αναπνέει;
-Δόξα στον Όσιρη, τον ισχυρό, τον πρίγκηπα της γης.
-Δόξα στο δεσπότη της ζωής.
-Δόξα στο δίκαιο.
-Δόξα σ’ εκείνο που δημιούργησε τους μεγάλους νόμους που δονούν και εναρμονίζουν το σύνολο της υπέρλαμπρης γήινης δημιουργίας.
-Δόξα στο μεγάλο σοφό.
-Δόξα αιώνια.
-Κι εγώ ο υπηρέτης του, Ερμής ο Τρισμέγιστος, ομολογώ την πίστη μου και το θαυμασμό μου για το μεγάλο του έργο και, γονατιστός στα πόδια του υπέροχου θρόνου του, φωνάζω.
-Α. Α. Ουμ. Α.Α.Ουμ Α.Α.Ουμ.
-Δόξα στην Αγάπη υπέρτατη ενσάρκωση της φιλεύσπλαχνης Θεότητας.
-Δόξα στην παγκόσμια φιλόστοργη μητέρα.
-Δόξα σ’ αυτήν που δώρισε την υπέροχη μελωδία, το υπέρτατο κάλλος και την τέλεια αρμονία.
-Δόξα στην Αγάπη που δημιουργεί τη συμπάθεια, τη φιλία και την αδελφοποίηση των ανθρώπων.
-Τα λουλούδια περιπλέκονται σε στεφάνι προς δόξα της.
-Τα πουλιά ψάλλουν τον υπέροχο ύμνο προς δόξα της και ο ψίθυρος των ουρανών είναι μυστική προσευχή προς δόξα της.
-Δόξα στην Ίσιδα, φυσική μητέρα της δημιουργίας.
-Δόξα στην ανώτατη θεότητα και δέσποινα του σύμπαντος.
Κι εγώ, ο Τρισμέγιστος, ταπεινός υπηρέτης, ομολογώ την πίστη μου και, γονατιστός στα πόδια του υπερτάτου θρόνου της, φωνάζω.
-Α.Α. Ουμ. Α.Α.Ουμ. Α.Α.Ουμ.

Αφού απηύθυναν την υπέρτατη και δοξαστική ομολογία πίστης, οι δύο ιεροφάντες σηκώθηκαν ταυτόχρονα και προσκύνησαν.

Κατόπιν αυτός που στεκόταν δεξιά κτύπησε ένα μικρό χρυσό κουδούνι και οι τέσσερις βοηθοί εμφανίστηκαν κρατώντας καλάθια. Στο πρώτο υπήρχε ένα άσπρο περιστέρι με μαύρα στίγματα, στο δεύτερο ένα δέμα λουλουδιών, στο τρίτο μικρά ψωμιά και στο τέταρτο διάφορα φρούτα, κυρίως μπανάνες, λωτοί παπύρων και ξηροί χουρμάδες.

Οι βοηθοί άφησαν την προσφορά στα πόδια των δύο αγαλμάτων και αποσύρθηκαν στο βάθος του ναού. Ο πρώτος ιεροφάντης απευθύνθηκε στο δεύτερο και του λέει:
-Πνευματικέ μου αδελφέ, η ώρα της θυσίας έφθασε. Ας ραντίσουμε με το αίμα αυτό που είναι γεμάτο καθαρτήριας δύναμης, το βάθρο του θρόνου του Υπερτάτου Άρχοντα.
-Για ποιό αίμα μιλάς, αδελφέ Ερμή Τρισμέγιστε.
-Για το αίμα του περιστεριού.
-Όμως η φιλευσπλαχνία του Όσιρη απεχθάνεται το αίμα της εκδίκησης και η αγάπη της Ίσιδος αποστρέφεται τη θυσία.

Κι οι δύο ιεροφάντες εμπνευσμένοι απ’ την ίδια αντίληψη, πήραν τη δέσμη των λουλουδιών και προφέροντας μυστικές προσευχές έπλεξαν δύο στεφάνια και τα έθεσαν ο καθένας στα χέρια της θεότητας που υπηρετούσε. Κατόπιν κόβοντας τα ψωμιά, τα μοίρασαν στους βοηθούς, προφέροντας μυστικά λόγια. Τέλος παίρνοντας τους καρπούς, τους έκαψαν στο βωμό των δύο θεοτήτων.

Ύστερα, ο πρώτος ιεροφάντης, παίρνοντας το περιστέρι, βυθίστηκε σε μακριά διανοητική συγκέντρωση, μετά φυσώντας πάνω του είπε:
-Πανευτυχές δημιούργημα, οι φτερούγες σου συμβολίζουν την αγνότητα της ψυχής σου. Η Ίσιδα σου έδωσε τη δύναμη να υψώνεσαι προς το θρόνο της. Πέταξε προς τις άγνωστες εκτάσεις, προς τον Υπέρτατο Άρχοντα, και πες του, ότι ο λαός, στον οποίο διάλεξε το θρόνο του, παραμένει άξιος του, γεμάτος σεβασμό, λατρεία και πίστη.

Κατόπι, παρέδωσε το περιστέρι στον άλλο ιεροφάντη, που επίσης βρισκόταν σε διανοητική συγκέντρωση και, κάνοντας υπόκλιση, πρόφερε τον απόρρητο λόγο.

Ο άλλος παίρνοντας το πτηνό, φύσηξε πάνω του και είπε:
-Φτερωτή ύπαρξη που συμβολίζεις την αγνότητα της ψυχής, πέταξε στη δημιουργημένη φύση. Εκεί θα βρείς τη μητέρα των ανθρώπων. Πες της ότι ο λαός της δεν την εγκατέλειψε καθόλου, ότι ζει μέσα του η αγάπη με την οποία τον πότισε για όλα τα δημιουργήματα της, καθώς και γι’ αυτήν και για κάθε άνθρωπο πάνω στον οποίο άπλωσε την προστασία της και ότι ομολογεί προς την ιερή θεότητα της τον σεβασμό την αγάπη και την πίστη.

Μετά τα λόγια αυτά ο δεύτερος ιεροφάντης άφησε το περιστέρι να ξεφύγει προς το σκοτεινό διάδρομο και, γονατίζοντας, πρόφερε κι αυτός τον απόρρητο λόγο.

Στο μεταξύ ο καπνός των καρπών που καίγονταν σχημάτισε πυκνή ομίχλη που σκέπασε το θόλο του ναού.
Σε ελάχιστο διάστημα ο ναός σκοτείνιασε και κάτω απ’ τη γοητεία του Λόγου δυό μεγαλόπρεπα εγρηγορότα αναφάνηκαν προβάλλοντας μέσα απ’ τον καπνό.

Οι πέτρες του ναού εδονούντο κάτω απ’ την επήρεια του πρώτου και, κάτω απ’ την επήρεια του δεύτερου, ακούστηκε μουσική γεμάτη γλυκύτατες μελωδίες απ’ την απήχηση των σιδηρικών ουσιών. Οι βοηθοί προσκύνησαν. Τα δύο εγρηγορότα κυκλοφόρησαν μέσα στο ναό δονώντας όλο το κτήριο. Ο ναός γινόταν ολοένα και πιο σκοτεινός και απ’ το βάθος του καπνού είδα να προβάλλουν οι δυό ιεροφάντες που με πλησίασαν και μου μίλησαν στη μητρική μου γλώσσα λέγοντας τα εξής:
-Άνθρωπε του καλού και σεβάσμιε. Έχουν περάσει τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια από τότε που προσφέραμε τη λατρεία αυτή στη Σοφία του Όσιρι και στην Αγάπη της μητέρας Ίσιδας. Κι έχουν περάσει ακόμη δύο χιλιάδες χρόνια από τότε που οι αληθινοί απόγονοι μας προσφέρουν τη λατρεία τους στο Θείο Βασιλέα, το Σωτήρα Χριστό. Υπήρξες άξιος να γίνεις μάρτυς του μυστηρίου αυτού της λατρείας μας. Γίνε διάμεσος για όλους, λέγοντας σε όλους ότι οι μύστες της Αιγύπτου, στη λατρεία τους λάτρεψαν το Χριστό.

-Χαίρε άνθρωπε του καλού και σεβάσμιε και να είσαι ζωντανός μάρτυς της αλήθειας την οποία κατέχουμε, Χαίρε.

Λέγοντας αυτά οι ιεροφάντες εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι κι εγώ επανήλθα στον εαυτό μου και βρέθηκα καθισμένος στη πέτρα μου.

Σαν πολύ μακρινή πνοή άκουσα τη φωνή της υψηλής διάνοιας που είχε οδηγήσει τα βήματα μου προς τα ιερά αυτά μέρη.

-Είδες; μου είπε.
-Είδα, του απάντησα.
-Τι είδες; με ρώτησε.
-Είδα το μεγαλείο των περασμένων χρόνων.