ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

Ο ήλιος έδυε πίσω από την κοιλάδα του Ιορδάνη και ζωγράφιζε τη δύση με τα πιο εκθαμβωτικά παιχνιδίσματα των χρωμάτων. Τα κίτρινα συναγωνίζονταν τα πορφυρά, λεπτές ραβδώσεις του ιοπράσινου έμπαιναν εδώ κι εκεί κι έδιναν ένα παράξενο τόνο στον ουρανό αυτόν της Ανατολής, που ήταν στο ζενίθ γαλάζιος και είχε το βάθος του απείρου.

Το παν χρύσιζε από την λαμπρότητα αυτή, που το μεγαλείο του τοπίου έκανε πιο έντονο.

Στην άγρια γη της Παλαιστίνης, η φύση φαινόταν να είναι σε περισυλλογή. Θα ‘λεγε κανείς, ότι περίμενε κάποιο μεγάλο γεγονός, γιατί η φύση, η έκφραση της Θείας Σκέψης, αισθάνεται, όταν πρόκειται να εκπληρωθεί κάποια από τις βουλές του Θεού.

Δυο άντρες σκαρφάλωναν στο Όρος OSHA, ανατολικά του Ιορδάνη, στο όριο της Αραβικής Ερήμου. Από κει έβλεπε κανείς το όρος NEBO. Το περίγραμμά του διαγραφόταν στο βάθος της ομίχλης. Κάθε θερμός οπαδός θα έπεφτε σε συλλογισμούς, σε περισυλλογή, μπρος στο κύμα των αναμνήσεων που προκαλούσαν τα μέρη αυτά. H οροσειρά αυτή, η ABARIM, πρέπει να ήταν λοιπόν το τελευταίο καταφύγιο των Θείων Αποστόλων; Μήπως ο Μωυσής δεν ανέβηκε επάνω στο όρος NEBO, για ν’ αποτραβηχτεί από τη ζωή που έκανε; Ποιος μυστηριώδης σκοπός οδηγούσε εκεί τους δυο εκείνους άντρες με παράδοξη όψη, που πλησίαζαν την κορυφή του όρους OSHA;

Ο ένας απ’ αυτούς ήταν ηλικιωμένος, ψηλός και ρωμαλέος, με πρόσωπο κατάστικτο από ευλογιά. Ήταν ντυμένος σαν τους νομάδες βεδουίνους, μ’ ένα χιτώνα καφέ κάτω από ένα μακρύ φόρεμα που σκέπαζε ένας τετράγωνος ευρύχωρος μανδύας από μαύρο χοντρό μαλλί με γραμμές κόκκινες. Το βλέμμα του ήταν ήρεμο και το πρόσωπό του έδειχνε τέλεια γαλήνη. Σίγουρα επρόκειτο για Διδάσκαλο.

Ο άλλος, πολύ νεότερος, με μέτριο ανάστημα, είχε το βλέμμα προσηλωμένο κάτω στη γη και μεγάλη θλίψη ήταν χαραγμένη στο πρόσωπό του. Τον βασάνιζε αγωνία, έκλαιγε, αναστέναζε κι έλεγε:

– Διδάσκαλε, μου φανερώνεις πολύ θλιβερό νέο που συνταράζει την καρδιά μου και καταθλίβει το πνεύμα μου. Γιατί λες, Διδάσκαλε, πως η ώρα του θανάτου πλησιάζει και με προσκαλείς να παραστώ στη φοβερή αυτή στιγμή;

– Ναι, αγαπητό μου τέκνο, απαντούσε ο Διδάσκαλος. Πλησιάζει η ώρα που ο Θεός, ο Κύριός μου, πρόκειται να με καλέσει κοντά Του. Αλλά, γιατί η λύπη, γιατί τα κλάματα; Δεν γνωρίζεις, ότι, όταν χωριζόμαστε απ’ εκείνους που αγαπούμε κάτω στη γη, πρόκειται να ενωθούμε για πάντα μ’ αυτούς στους ουρανούς; Δεν γνωρίζεις, ότι ο θάνατος είναι χάρη που παρέχει σ’ εμάς ο Θεός, είναι το κάλεσμα στην Υπέρτατη Συνείδηση, είναι αμοιβή για την αποστολή που εκπληρώθηκε; Γιατί, ολιγόπιστε, θλίβεσαι από την ώρα που αναγγέλθηκε αυτό το νέο; Γιατί η σιγή δεν σταματά το ενδιαφέρον για τον εαυτό σου, ενδιαφέρον που φανερώνεται μέσα στις λύπες του; Κλαις! Κλαις, όχι γιατί πεθαίνω, κλαις γιατί, σαν θα απέλθω, θα αφήσω κενό στο πνεύμα σου και στην ψυχή σου. Κλαις, γιατί δημιουργείται μέσα σου κενό. Κι ο φόβος αυτού του κενού σε κατατρομάζει.

Το κενό αυτό δεν είναι τιμωρία για σένα και τη φυλή που στασίασε; Μπορεί να είναι αλλιώς; Δεν είναι δίκαιο, η ταραχή αυτή που προξένησες, εσύ κι οι αδελφοί σου, να βρει στον κόσμο των παραστάσεων αυτό που της αξίζει; Δεν είναι επίσης δίκαιο να υποφέρεις από τις θλίψεις των νόμων που εσύ προκάλεσες; Μπορείς να σχηματίσεις ιδέα; Μπορείς να συλλάβεις, στο κλεισμένο στην ανάμνησή σου ον, το δράμα που συνειδητά πνεύματα διέπραξαν σε περασμένους χρόνους; Και μπορείς, πνεύμα σκοτεινό που συμπυκνώθηκε μέσα στην ύλη, μπορείς λέω, να διαισθανθείς αστραπιαία εκείνο που ήταν κι εκείνο που υπήρξε; Βρισκόμασταν όλοι στη Μονάδα, στον Ουρανό, στον κοινό μας Πατέρα. Ήταν ο Παράδεισος, η χαρά, η ευτυχία!

Το κενό δεν τάραζε την ουσία μας, δεν τρόμαζε το πνεύμα μας. Ο φόβος, ο τρόμος και η ταραχή ήταν άγνωστα. Το πνεύμα επαναστάτησε, βυθίστηκε στα στοιχεία κι έγινε άνθρωπος. Εγκαταλείψατε τα ουράνια δώματα, γιατί παρασυρθήκατε από τα θέλγητρα της ύλης και χαθήκατε μέσα στους κόσμους και με την απερισκεψία σας, δημιουργήσατε το κενό στον Ουρανό Η χορεία του θεού μας νεκρώθηκε και υπέφερε από τον χωρισμό των οντοτήτων που βγήκαν απ’ Αυτόν. Κι επειδή, ένεκα του μοιραίου των νόμων, δημιουργήθηκε στον Ουρανό ο πόνος, υποφέρετε πάνω στη γη. Ο θυμός του Θεού σας καταδιώκει και θα σας καταδιώκει ακόμη για πολύ. Το φρικτό κενό θα είναι πάντα η τιμωρία σας.

Τη στιγμή εκείνη, μια αστραπή έσχισε τους ουρανούς, που ήταν όμως λαμπροί και γαλήνιοι, και μια φωνή αντήχησε:
-ΗΛΙΑ!
Ο Διδάσκαλος σήκωσε τα μάτια του επάνω και απάντησε:
-Έρχομαι, Κύριέ μου, Διδάσκαλέ μου.
Ο μαθητής έπεσε κατά γης, έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του, αναστέναξε πικρά και είπε:
– Διδάσκαλε, μη μ’ εγκαταλείψεις μ’ αυτόν τον τρόπο. Λυπήσου έναν αθώο που φέρει τα σφάλματα των αδελφών του και που είναι δυστυχής από την αποτυχία τους.
– Οι αδελφοί σου δεν απέτυχαν, συνέχισε ο Διδάσκαλος. Ο καθένας τους φέρει μέσα του το ανάλογο μέρος του λάθους. Κλαις και οι θρήνοι σου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένδειξη του εγωισμού σου. Γιατί κλαις; Γιατί επιστρέφω στο Θεό μου, εκεί όπου βασιλεύει η ειρήνη; Κλαις, γιατί ο Θεός με γεμίζει εύνοια; Εγωιστή! Έπρεπε να είσαι ευτυχής γι’ αυτούς τους λόγους, αν μ’ αγαπούσες πραγματικά. Αλλά όχι, λυπάσαι μπροστά σ’ όλα αυτά. Κλαις για τον εαυτό σου. Κλαις, γιατί σ’ εγκαταλείπω. Κλαις, γιατί δε θ’ ακούς τη φωνή μου. Κλαις, γιατί μένεις μόνος. Όχι λοιπόν για μένα, εγωιστική ύπαρξη, αλλά για σένα, πάντα για σένα.
Όσο ο Διδάσκαλος μιλούσε μ’ αυτόν τον τρόπο. με αυστηρότητα, ο μαθητής, με δάκρυα, γονατιστός μπροστά του, κρατούσε την άκρη του χιτώνα του, όπως ένα παιδί κρατιέται από τη μητέρα του.

Η συνομιλία διακόπηκε.
Δεύτερη αστραπή σχίζει την έκταση. Οι ουρανοί ταράζονται απότομα και μ’ ένα κεραυνοβόλημα η ουράνια φωνή φωνάζει:
– ΗΛΙΑ!
Και η ηχώ επανέλαβε το όνομα. Η δόνηση σκορπίστηκε και διαλύθηκε μέσα στη φωνή της φύσης.
– Έρχομαι, Θεέ μου, Κύριέ μου και Διδάσκαλέ μου, απάντησε ο Ηλίας, με το βλέμμα σηκωμένο στο άπειρο. Γυρίζει τότε στον μαθητή που βρισκόταν στα πόδια του και του λέει:

– Σήκω, Ελισσαίε, και άκουσε τις τελευταίες μου παραγγελίες.

Όταν θα πεθάνω, θα εγκαταλείψεις τα μέρη αυτά και θα επιστρέψεις στην Άγια Πόλη. Θα καλέσεις τους πιστούς μου στον περίβολο του Ναού. Θα έχεις μια δέσμη από ρόδα, όχι περισσότερα από 72, γιατί 72 είναι ο αριθμός που κλείνει τον κύκλο των ετών μου σήμερα, γιατί 72 είναι οι φύλακες του Νόμου, γιατί 72 είναι οι άγγελοι που δεσπόζουν στην επιφάνεια της γης, γιατί επτά είναι οι Βασιλείς και δύο εκείνοι που τους γέννησαν.

Θα δώσεις από ένα ρόδο στον καθένα από τους πιστούς κι αφού οι 72 εκλεκτοί μυρίσουν το γλυκό άρωμά του, θα τους διαβάσεις τους τελευταίους μου λόγους. Θα τους πεις: Ας ετοιμαστεί ο καθένας σας για αναχώρηση. Πλύνετε τα εσώρουχά σας και κάμετέ τα δέμα, για να μπορείτε να τα φέρετε στη ράχη σας. Έπειτα, εσύ και οι 6, τους οποίους ο Θεός, ο Διδάσκαλός μου, έχει εκλέξει, για να είστε 7, θα πάρετε ο καθένας σας εννέα πιστούς κι έτσι θα σχηματίσετε επτά ομάδες από 10.

Δέκα, με οδηγό έναν απ’ αυτούς, θα πάνε στη Συρία.
Δέκα, με οδηγό έναν απ’ αυτούς θα πάνε στην Αίγυπτο.
Δέκα, με οδηγό έναν απ’ αυτούς, θα πάνε στη Αραβία.
Δέκα, με οδηγό έναν απ’ αυτούς, θα πάνε στην Ελλάδα.
Δέκα, με οδηγό έναν απ’ αυτούς, θα πάνε στην Κυρηναϊκή.
Δέκα, με οδηγό έναν απ’ αυτούς, θα πάνε στην Περσία.
Κι εσύ, με τους δικούς σου, θα παραμείνετε στην Άγια Πόλη για τη Συνεννόηση και τη Διεύθυνση.

Θα τους οδηγείς με Δικαιοσύνη και Καλοσύνη. Τους δύο τελευταίους, που είναι επίσης εκλεκτοί – Πατέρας και Θυγατέρα – θα τους κρατήσεις κοντά σου και θα εργαστούν κι αυτοί για τη συνεννόηση και για τον ιερό σκοπό.

Θα είναι στην υπηρεσία σου, όπως εσύ κι εσύ, συν ένας.

Όταν όλοι οι πιστοί θα είναι καθαροί κι έτοιμοι γι’ αναχώρηση, θα τους μαζέψεις για τελευταία φορά στον περίβολο του Ναού. Θα λάβεις ακόμη μια δέσμη από 72 ρόδα, θα δώσεις από ένα στον καθένα και θα τους πεις:

– Βλέπετε το άνθος αυτό. Είναι ρόδο. Είναι το σύμβολο της κοινής μας ιδέας. Το ρόδο είναι το άνθος που βασιλεύει μεταξύ των φυτών. Κάτω από την αιγίδα του συμβόλου αυτού, θα προπαρασκευάσετε την οδό Εκείνου που θα έλθει που, σαν το ρόδο, είναι ο Βασιλιάς του κόσμου και που το άρωμά Του θα γεμίσει ζωή όλη τη γη.

Οι 72 θα σε ρωτήσουν:
– Πρόκειται για τον Ηλία;
Κι εσύ θα τους απαντήσεις:
– Δεν αναφέρομαι στον Ηλία αλλά ο Ηλίας θα ξαναγυρίσει. Δεν πρόκειται γι’ αυτόν, θα είναι ένας άλλος, αλλ’ αυτός θα είναι ο ίδιος.

Έπειτα θα τους πεις:
– Είστε αρκετά φωτισμένοι για να εκπληρώσετε την αποστολή σας. Αν το φως σας κάνει να πλανηθείτε, μυρίστε το Ρόδο και το φως θα ξαναγυρίσει πιο ισχυρό και πιο ζωηρό. Φυλάξετε το Ρόδο αυτό, όπως είναι, ανοικτό. Δεν θα μαραθεί καθόλου παρά μόνο από εκείνον που θα αποτύχει στην αποστολή του.

– Βαδίζετε πάντα μπροστά, μη γυρίζετε προς τα πίσω. Μη βλέπετε πίσω, ακόμη κι αν σας βρίζουν, ακόμη κι όταν σας κτυπούν. Κι όταν σας καταδιώκουν, για να σας σκοτώσουν, βαδίζετε πάντα προς τα εμπρός.

– Το σύμβολό σας θα είναι το Ρόδο.
– Ο σκοπός σας θα είναι να παρασκευάσετε την οδό του Μεσσία.
– Αυτά θα πεις στους αδελφούς σου εκ μέρους μου. Είθε να μπορέσεις να τους διευθύνεις με Δικαιοσύνη.

Ένας φοβερός κρότος σκέπασε τους τελευταίους λόγους του Προφήτη και η ουράνια φωνή βρόντηξε:
– ΗΛΙΑ!
-Έρχομαι, Διδάσκαλέ μου, Θεέ μου, ιδού εγώ!

Δυο φτερωτοί δράκοντες, ταχείς σαν αστραπή, χύμηξαν απ’ τους ουρανούς στη γη και βρέθηκαν μπροστά στον Προφήτη.

Τα μαζεμένα φτερά τους σχημάτιζαν κάθισμα. Ο Ηλίας βρέθηκε επάνω τους γονατιστός. Ο μαθητής κρατούσε απελπισμένα το μανδύα του Διδασκάλου του και προσπαθούσε με τη μάταιη αυτή χειρονομία να τον κρατήσει κοντά του.

– Γιατί με εγκαταλείπεις, Σεβαστέ Διδάσκαλε! φώναξε.
Ο Ηλίας αφήνει ελεύθερο το μανδύα του στα χέρια του Ελισσαίου και τον αφιερώνει με τις λέξεις αυτές.:
– Γενεά επαναστάτισσα! Πάψε τους θρήνους και φύλαξε τον μανδύα αυτό ως σύμβολο της αξίας σου.

Κατόπιν ο Ηλίας ανέβηκε με το φτερωτό άρμα στην Ουράνια κατοικία, για να αναπαυτεί από τη σκληρή αποστολή που διάλεξε.

Ο Ελισσαίος περίμενε για μια στιγμή κι εξουθενωμένος, κοίταζε τους ουρανούς πίσω από τους οποίους ο Διδάσκαλός του, ο Προφήτης Ηλίας, είχε εξαφανιστεί.

Ο ήλιος έδυσε. Και μέσα στην καρδιά του μαθητή, όπως και γύρω του, βασίλευε η σιωπή. Γονατιστός, χαμένος στις θλιβερές σκέψεις, έκλαιγε σιωπηλά. Έπειτα, σιγά-σιγά, σαν ξαναγύριζε η ιδέα του καθήκοντος, έπαιρναν τη θέση τους οι υψηλές συμβουλές του Διδασκάλου του. Έκαμε την προσευχή του και ζήτησε από τον Παντοδύναμο Θεό τη Δύναμη και τη Σοφία για ν’ ακολουθήσει όπως πρέπει την αποστολή του, την αποστολή του Μύστη.

Η αυγή τον βρήκε γονατιστό. Δεν έκλαιγε πια. Σηκώθηκε χαρούμενος και άξιος, φόρεσε το μανδύα του Ηλία και κατέβηκε απ’ το όρος. Έφτασε στον Ιορδάνη, όπου οι αδελφοί τον περίμεναν με αγωνία. Εκεί, έφερε εις πέρας το έργο, για το οποίο είχε προοριστεί.