ΠΡΩΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΔΑΜΙΑΣ ΣΤΟ ΥΠΕΡΠΕΡΑΝ
Μόλις είχα φθάσει πίσω από την Πυραμίδα του Χέοπος, στην δυτική πλευρά της, όταν η Υψηλή Διάνοια παρουσιάσθηκε εμπρός στα μάτια μου με όψη ρευστή και με παρέσυρε στην νεκρόπολη που βρισκόταν εκεί κοντά. Περάσαμε από τις στενές και γεμάτες από ερείπια οδούς, οι οποίες προκαλούσαν την λύπη στον θαυμαστή των παλαιών καιρών που τις παρατηρούσε. Ύστερα από μικρή διαδρομή σε αυτούς τους χώρους όπου βασίλευε σιωπηλή θλίψη, φθάσαμε μπροστά σε ένα υπόγειο με κατηφορική κλίση, όπου ο οδηγός μου εισέδυσε και εγώ τον ακολούθησα. Ύστερα από μία αρκετά μεγάλη υπόγεια διαδρομή, εισδύσαμε σε μια χαμηλή αίθουσα γεμάτη από γκρεμίσματα και ερείπια.
«Κάθησε εσύ εκεί» μου είπε ο οδηγός μου «και θα ικανοποιηθείς για την αναμονή σου».
Ύστερα από λίγα λεπτά, μία σκοτοδίνη με κατέβαλε και ξαφνικά άνοιξα τα μάτια μου. Η αίθουσα, ως δια μαγείας μεταμορφώθηκε σε ένα υπέροχο καταφύγιο. Οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι από συμβολικές εικόνες και γύρω στην αίθουσα υπήρχαν πολλά καθίσματα από ξύλο, υπέροχης τελειότητας.
Σύντομα ένας θόρυβος συγκεχυμένος έφθασε στα αυτιά μου και είδα να εμφανίζονται στο υπόγειο πλήθος μεμυημένων οι οποίοι κρατούσαν δάδες. Τις τοποθέτησαν στα πλάγια επάνω σε σιδερένια κλαδιά που ήσαν επίτηδες τοποθετημένα στον τοίχο. Ύστερα από λίγο, εμφανίσθηκαν στην είσοδο της αίθουσας τέσσερις γέροντες, ντυμένοι με πλουσιοπάροχα και πολυτελή ενδύματα. Κατευθύνθηκαν προς την ανατολική πλευρά της αίθουσας και πήραν θέση επάνω σε υψηλά καθίσματα τα οποία έμοιαζαν με μικρούς θρόνους.
Αμέσως στην είσοδο της θύρας, εμφανίσθηκαν οκτώ άλλα πρόσωπα, εξ ίσου πολυτελώς ντυμένα, τα οποία πήραν θέση σε άλλα καθίσματα τα οποία βρίσκονταν διασκορπισμένα γύρω από την αίθουσα. Ένας από τους τέσσερις γέροντες, κτύπησε με τα χέρια του τρεις κτύπους και σχεδόν αμέσως στην είσοδο της αίθουσας εμφανίσθηκαν δύο άνδρες, μεταξύ των οποίων βρισκόταν ένα άτομο καλυμμένο από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με μαύρο ύφασμα.
Έφεραν τον καλυμμένο άνθρωπο ως τη μέση της αίθουσας και τον ξάπλωσαν επάνω σε μια πλάκα από γρανίτη, κατόπιν πήραν θέση δίπλα στα άλλα άτομα τα οποία βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα.
Απόλυτη σιωπή δημιουργήθηκε, τέτοια που θα έλεγε κανείς ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήσαν νεκροί μάλλον παρά ζωντανοί. Ήσαν ακίνητοι σαν αγάλματα και φαίνονταν σαν να βρίσκονταν σε κατάσταση βαθύτατου διαλογισμού.
Ύστερα από λίγα λεπτά, ένας από τους τέσσερις γέροντες σηκώθηκε, πλησίασε τον ξαπλωμένο άνθρωπο, γονάτισε και άρχισε μία μυστηριώδη προσευχή. Κάτω από την επίδραση αυτής της προσευχής, είδα ένα σπινθήρα να αναπηδά από το στήθος του ξαπλωμένου όντος και να χάνεται στο μαύρο διάστημα της οροφής. Το φαινόμενο αυτό έγινε αντιληπτό από όλους τους παρευρισκομένους και ο γέροντας, ανασηκωνόμενος τότε, είπε στους βοηθούς του με χαμηλή φωνή στην οποία διακρινόταν μία ανεκδιήγητη γλυκύτητα:
«Αγαπητοί αδελφοί και οπαδοί, ιδού ακόμη μία φορά που το Υπέρτατο Όν μας τιμά με την εμπιστοσύνη του. Ιδού ακόμη μία φορά που δέχεται στα ιερά δώματά του ένα ον το οποίο εμείς εκλέξαμε για να μετέχει στην μυστική μας πράξη. Για μία φορά ακόμη διαπιστώνεται ότι βρισκόμεθα στην οδό της Αληθείας. Η Αλήθεια αυτή, είναι η μυστική κοινωνία του δημιουργημένου όντος με τον Δημιουργό του. Αυτή η Αλήθεια είναι η χειραφέτηση του πνεύματος από κάθε δεσμό με την ύλη. Είναι η ανάληψη των ιδιοτήτων και δυνατοτήτων, τις οποίες το πνεύμα έχει οριστικά χάσει, καθώς τυφλώθηκε και μπλέχτηκε στους σκοτεινούς δαιδάλους της ύλης. Την στιγμή αυτή, το ον αυτό, το οποίο εξελέγη από εμάς και εξελέγη παρά του Θεού, ανοίγει για πρώτη φορά τους οφθαλμούς του και για πρώτη φορά βλέπει τη θέα του φωτός όπως είναι στην πραγματικότητα. Κανένα πράγμα, κανένα εμπόδιο δεν δύναται να επισκιάσει τον ορίζοντα του βλέμματός του. Κανένα ον δεν δύναται να προβάλει αντίσταση στην ελεύθερη διαδρομή του. Δεν συγχέει καθόλου το πραγματικό με το απατηλό και με το φανταστικό, διότι εκεί που βρίσκεται δεν υπάρχουν καθόλου το ψευδές και το φανταστικό. Στα μέρη αυτά, η πλάνη δεν βρίσκει πουθενά θέση. Σ’αυτό το περιβάλλον, παρ’όλο που το ον αυτό αισθάνεται κατώτερο, έχει συνείδηση του μεγάλου και στις ενδόμυχες σκέψεις του αναμετρά αυτό το μεγαλείο και το συγκρίνει με το άπειρο. Εν ολίγοις, ακόμη λίγο καιρό και το ον αυτό θα επανέλθει μεταξύ μας και θα ακούσουμε από το στόμα του τα αποτελέσματα τα οποία η μυστική μας λατρεία του έδωσε και το έκαμε να επωφεληθεί από αυτό».
Με τα λόγια αυτά ο γέρων αποσύρθηκε και κάθησε στην θέση την οποία προηγουμένως κατείχε. Όλοι περιήλθαν στην σιωπή, την ακινησία και τη σιγή. Πέρασε έτσι ένα αόριστο χρονικό διάστημα, όταν ένας θόρυβος σύντομος και ξερός ακούσθηκε στον όροφο της αίθουσας. Η ίδια ακτίνα ξαναφάνηκε, κατερχόμενη από ψηλά και χύθηκε στο άψυχο σώμα του ξαπλωμένου ανθρώπου. Το σώμα, στην επαφή αυτού του σπινθήρα, σάλεψε και αναπήδησε.
Οι δύο άνθρωποι οι οποίοι είχαν εισαγάγει το άγνωστο πρόσωπο, σηκώθηκαν και πλησιάζοντας απέσυραν το πέπλο που το εκάλυπτε. Στα μάτια μου εμφανίσθηκε μια ωραία κόρη στην οποία αναγνώρισα την Δάμια.
Στην παράκληση του σεβαστού γέροντα, αυτή σηκώθηκε. Της προσφέρθηκε ένα κάθισμα στο μέσον της αίθουσας, με το πρόσωπο στραμμένο προς τους τέσσερις σοφούς.
«Οπαδέ, άρχισε ο γέρων, δύνασαι μήπως να μας πεις τις εντυπώσεις σου; Μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα διότι βρίσκεσαι στο μέσον ανθρώπων οι οποίοι είναι άξιοι να ακούσουν αυτήν την αποκάλυψη».
Τα χαρακτηριστικά της νέας κοπέλας είχαν αλλοιωθεί από την κούραση αυτής της πράξης στην οποία υποβλήθηκε για πρώτη φορά. Έκανε μία προσπάθεια επάνω στον εαυτό της, συγκεντρώθηκε και άρχισε έτσι.
«Ναι, σοφοί Διδάσκαλοι και πολύ αγαπητοί αδελφοί, η φαντασία διακόπτει κάθε ενέργεια, εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια όταν θέλει να υλοποιήσει τις εντυπώσεις τις οποίες έλαβε καθ’όλη την διάρκεια της μυστικής και ιερής λατρείας της υπέρλαμπρης Σχολής μας. Αυτό το οποία προτίθεμαι να σας πω και να σας απεικονίσω, δεν είναι καθόλου πραγματικότητα, είναι κάτι το οποίο ουδέποτε είναι δυνατόν να υπαχθεί στους νόμους της ύλης».
Κατά την προσέγγιση του σεβαστού μου Διδασκάλου, του σοφού Σελαίτ, αισθάνθηκα μία δόνηση να διατρέχει όλο το σώμα μου. Κάτω από την επίδραση της μυστηριώδους πράξης και της μυστικής λατρείας που διενήργησε γονυπετής πλησίον μου, αισθάνθηκα μία τρομερή αγωνία. Δύο πράγματα πάλευαν μέσα μου, δύο ουσίες εξαπέλυαν πόλεμο μέσα στο είναι μου. Αισθανόμουν ότι το πνεύμα μου προσπαθούσε να απελευθερωθεί από την δουλεία της ύλης, ενώ το σώμα μου αντετίθετο ενεργά σε αυτό. Η αγωνία αυτή, η οποία προκλήθηκε από την πάλη των δύο ουσιών, διήρκησε μερικές στιγμές οι οποίες μου φάνηκαν μακροχρόνιες.
Κατόπιν, μία ηρεμία διαδέχθηκε την κατάστασή μου και την δυσφορία μου. Το πνεύμα νίκησε και αμέσως η συνείδησή μου πετούσε ελεύθερη επάνω από το υλικό είναι μου. Αισθάνθηκα μία απερίγραπτη ευτυχία και απεριόριστη ηδονή καθώς ένοιωσα τον εαυτό μου σε αυτήν την κατάσταση ελευθερίας και η συνείδησή μου, όπως ένα πτηνό που απελευθερώνεται από το κλουβί του, πέταξε ακτινοβολώντας στο διάστημα.
Ευθύς μόλις απομακρύνθηκα από αυτούς τους τόπους, αισθάνθηκα τον εαυτό μου να καταλαμβάνεται από φόβο. Ένας στιγμιαίος ίλλιγγος σταμάτησε το πέταγμά μου. Δεν διήρκεσε παρά μόνο μία στιγμή. Ξανάρχισα το απελευθερωτικό πέταγμά μου και βυθίστηκα στο άπειρο. Είχα συνείδηση της νέας και παράδοξης μορφής μου. Ήμουν σαν μία σφαίρα στρογγυλή και φωτεινή που είχε μία ουρά μακρυά και ινώδη, η οποία επεκτεινόταν στην κατεύθυνση του σώματός μου. Σιγά-σιγά, η θέα των φυσικών πραγμάτων εξαφανιζόταν και οι αισθήσεις μου άλλαξαν τελείως λειτουργία.
Έχασα κάθε έννοια μορφής και ως όπλο αντίληψης δεν είχα παρά την συνείδησή μου, η οποία μου επαρκούσε, υπερέβαινε δε ακόμη και αυτό το αρκετό. Ξαφνικά, αισθάνθηκα τον εαυτό μου σε μια σκοτεινή χώρα και το ψύχος του αγνώστου με κατέβαλε.
Ένα άλλο ον, σαν και μένα, πλησίασε και όρμησε επάνω μου και αναμείχθηκε με μένα. Τότε έλαβε χώρα ένα μυστήριο το οποίο δεν μπορώ να περιγράψω. Αυτό το άλλο ον, ήταν η δυστυχής μητέρα μου, η οποία είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια, αφήνοντάς με ορφανή σε μικρή ηλικία. Στον οριστικό χωρισμό, αυτή δεν είχε λησμονήσει καθόλου το τέκνο της. Η αγάπη της γι’αυτό δεν είχε καθόλου αλλοιωθεί και η γήινη μητέρα μου αισθανόταν δικαιώματα μητρός, ακόμη και στο Υπερπέραν. Η πνοή της και οι δονήσεις της, γεμάτες από αγάπη και τρυφερότητα, με έκαμαν να μεταδίδω την χαρά της από το βάθος της συνείδησής της.
«Πόσο είμαι ευτυχής» μου είπε με τον σιωπηλό και άφθογγο λόγο της. «Τι ευτυχία για μια μητέρα η οποία εγέννησε μία κόρη σαν εσένα, πόση υπερηφάνεια και πόσο μεγαλείο. Ο Μεγάλος Θεός, ο Υπέροχος και Θείος Κύριος, μου έδωσε αυτήν την απερίγραπτη τιμή να σε δεχθώ σε αυτό το επίπεδο του θανάτου εσένα, την αθάνατη και απαραβίαστη, η οποία κατόρθωσε, με την προσπάθεια του πνεύματός της, να κυριαρχήσει και να υποτάξει τους νόμους της ύλης και τους νόμους που διέπουν το επίπεδο των νεκρών. Μπόρεσες να ξεσχίσεις τον πέπλο του μυστηρίου. Έλα λοιπόν, κοίταξε το απαγορευμένο στην γνώση των ανθρώπων μυστήριο».
Η μητέρα μου με παρέσυρε σε αυτό το μυστηριώδες και σκοτεινό επίπεδο και είδα να παρελαύνουν μπροστά μου ένα πλήθος μυστών και σοφών και βασιλέων και βασιλισσών, πνευμάτων του Καλού και πνευμάτων του κακού. Όλοι συναναστρέφονταν μεταξύ των σε ένα αδιέξοδο χάος.
Είναι τρομερό, είπα στη μητέρα μου, αυτό του οποίου το είναι μου έχει συνείδηση σε αυτά τα απομακρυσμένα μέρη.
«Εδώ αγαπητό μου παιδί, είναι το επίπεδο του Ύπνου. Δεν υπάρχει καθόλου ούτε βασιλιάς, ούτε βασίλισσα, δεν υπάρχει ούτε σοφός, ούτε μεμυημένος, δεν υπάρχει καθόλου ούτε μέγας, ούτε μικρός. Όλοι υφίστανται τον ίδιο νόμο ο οποίος είναι ίσος για όλους. Είναι ο νόμος του Ύπνου, είναι ο νόμος της ασυνειδησίας, είναι η βαθμίδα της στάσης, είναι η προσωρινή στάση, διότι όλοι αυτοί που βλέπεις θα επανέλθουν βαθμηδόν και κατ’ολίγον επί της γης, να αναλάβουν την ενεργή και συνειδητή ζωή, να επαναρχίσουν την πάλη, να επανείδουν την αφύπνιση της Φύσης και τέλος να επανεύρουν, να επιστρέψουν και πάλι σε αυτά τα σκοτεινά μέρη, τα σιωπηλά και ήρεμα μέχρι της στιγμής που ο Θεός θα αποφασίσει για την οριστική διαμονή».
Και εσύ, μητέρα, δεν έχεις την συνείδηση, δεν είσαι σε εγρήγορση για να μου πεις τόσα και τόσα υπέροχα πράγματα;
«Εγώ, αγαπητό μου παιδί, δεν είμαι αυτού του επιπέδου. Απλώς μου δόθηκε η εντολή να σε υποδεχθώ και να σε οδηγήσω σε αυτά τα άγνωστα μέρη. Το ταξίδι σου δεν έχει καθόλου τελειώσει αλλά η εντολή μου σταματά εδώ. Πήγαινε, αγαπητό μου παιδί, προχώρησε ακόμη στο Υπερπέραν και έχε στην μνήμη σου την μητέρα, η οποία σε γέννησε επάνω στη γη και η οποία σε αγάπησε και σε αγαπά ακόμη πολύ τρυφερά».
Σε μία δεύτερη εφόρμηση, αυτή χωρίσθηκε από εμένα και εξαφανίσθηκε. Βρέθηκα μόνη σε αυτά τα απομακρυσμένα μέρη και η θέα αυτών των σκιών οι οποίες με περιέβαλαν, με γέμισε από φόβο. Εφόρμησα λοιπόν στο υψηλότερο μέρος του Υπερπέραν, αποφεύγοντας αυτό το θέαμα το οποίο με βασάνιζε.
Ξαφνικά η θέα άλλαξε. Το φως αντικατέστησε τα σκότη. Ένα φως το οποίο δεν είναι καθόλου όπως εκείνο επί της γης. Η λάμψη του είναι περισσότερο ζωηρή, η μεγαλοπρέπειά του είναι μεγαλύτερη αλλά αυτή δεν τυφλώνει καθόλου, θαμπώνει αλλά το θάμβος του γεμίζει το ον με ευτυχία. Φθάνοντας σε αυτά τα μέρη, τέσσερα πρόσωπα μιας υπέροχης ομορφιάς με περιέβαλαν. Επάνω από τους ώμους των εκδιπλώνονταν δύο λευκές και ακηλίδωτες πτέτυγες. Το ένα από αυτά, πλησιάζοντας σε μένα, μου λέγει με ένα χαμόγελο.
-«Ευγενής κόρη, οι αρχικοί Γεννήτορές σου, σε περιμένουν στην κατοικία των. Ακολούθησέ μας».
Προχώρησαν και τους ακολούθησα. Αμέσως ανεφάνη στους οφθαλμούς μου, στους οφθαλμούς της πνευματικής συνείδησής μου, μια μεγάλη πόρτα πλήρης λάμψης και μεγαλείου. Η πόρτα άνοιξε, μου έκαναν χώρο και εισήλθα. Βρέθηκα μέσα σε μία τεράστια αίθουσα. Τα εσωτερικά της τοιχώματα δεν ήσαν καθόλου από πέτρες, αλλά από μία ουσία αιθερική, όπου εναρμονίζονταν στην σύστασή τους σκηνές υπέροχες. Στο βάθος της αίθουσας υψωνόταν ένας μεγάλος θρόνος πάνω στον οποίο είδα να κάθονται δύο πρόσωπα. Με τη θέα των αισθάνθηκα τον εαυτό μου μεταλλαγμένο και μεταμορφωμένο.
Κάθε γήινη γνώση συγγένειας, προσήλωσης, έλξης συμπάθειας, εξαφανίσθηκε από την συνείδησή μου. Μια τεράστια έλξη με έφερε προς αυτούς, ενώ μία φλόγα αγάπης γι’αυτούς με ανάλωνε. Τους αντιλήφθηκα, ήταν ο Πατέρας και η Μητέρα μου, οι πρωταρχικοί. Ήσαν αυτοί που συνέστησαν το πνεύμα και την ψυχή μου.
Έφθασα εμπρός στα πόδια του θρόνου των και γονάτισα. Η Μητέρα μου με τράβηξε κοντά της και παρουσίασε το μέτωπό μου στα χείλη του Πατέρα μου, ο οποίος εναπόθεσε φίλημα, με την επίδραση του οποίου φωτίσθηκα. Μία σοφία πλήρωσε το είναι μου και όλες οι διαφθορές της ύλης οι οποίες είχαν καταβαρύνει και σκοτεινιάσει το πνεύμα μου, διαλύθηκαν. Τίποτε το κρυφό δεν υπήρχε πλέον για μένα. Ξανάβλεπα τον εαυτό μου στην Ουράνια κατοικία των Γονέων μου. Η Μητέρα μου, χάιδευε και τα χάδια της γέμισαν την ψυχή μου από αγάπη ικανή να περιλάβει το σύμπαν. Συγχωνεύθηκα με αυτούς και αισθάνθηκα να είμαι ευτυχής.
Όταν βγήκαμε από αυτήν την κατοικία, οι γονείς μου με οδήγησαν σε μία άλλη κατοικία, αρκετά μακριά από εκεί, μεγαλύτερη και λαμπρότερη.
Ισοφάριζε και υπερέβαινε την λαμπρότητα του ηλίου. Ήταν γεμάτη από πτερωτούς υπηρέτες. Αισθάνθηκα ότι ήταν η κατοικία της Υπερτάτης Παγκόσμιας Συνείδησης. Οι υπηρέτες μας έκαμαν χώρο και εισήλθαμε. Στο βάθος της κατοικίας, ένας τεράστιος θρόνος υψωνόταν. Δια μέσου των λάμψεων του φωτός, δεν μπορούσα να δω πρόσωπα που κάθονταν εκεί. Και οι τρεις μας γονατίσαμε με ταπεινοφροσύνη και μια φωνή γλυκειά αλλά σύντομη ακούσθηκε. Εννόησα ότι απευθυνόταν σε μένα λέγοντας:
-«Ανάγγειλε, ουράνια κόρη ενσαρκωμένη, σε εκείνους οι οποίοι σου άνοιξαν τις πόρτες του Υπερπέραν, ότι η αντίληψή μου, η προστασία μου καλύπτει το έργο τους. Ειπέ τους ότι στη Σοφία θα βρουν την Αγάπη και δια της Αγάπης θα φθάσουν στην πόρτα της κατοικίας μου».
Η φαντασία μου σταματά και δεν μπορώ πλέον να πω περισσότερα για τις ομορφιές των μεγαλείων τα οποία είδα και την ευτυχία και την ηδονή και χαρά που αισθάνθηκα. Λιποθύμησα στις επήρειες του Διδασκάλου, στην ακτινοβολία Του ήμουν χαμένη.
Όταν αποσυρθήκαμε από αυτήν την υπέροχη κατοικία, ο Πατέρας μου με φίλησε στην δεξιά πλευρά του προσώπου και η Μητέρα μου στην αριστερή και μου είπε:
-«Ιδού Δάμια σε σφραγίζουμε με τη σφραγίδα της Σοφίας και της Αγάπης. Από αυτές γεννήθηκες. Είναι αυτός ο δρόμος, ο οποίος έχει χαραχθεί για όλες τις γήινες ζωές». Και παραδίδοντάς με στα χέρια των τεσσάρων υπηρετών οι οποίοι με οδήγησαν σε αυτούς, εξαφανίσθηκαν.
Οι υπηρέτες με οδήγησαν μέχρι των συνόρων του επιπέδου το οποίο είχα διατρέξει και χαιρετώντας με διασκορπίσθηκαν.
Εφόρμησα στο διάστημα, διέσχισα το Υπερπέραν, επανήλθα στον εαυτό μου.
«Σεβάσμιοι άνθρωποι, Σεβαστοί Σοφοί, πόσο μεγαλειώδης είναι η λαμπρότητα της επιστήμης την οποία κατέχετε».
Η νεαρή κόρη σιώπησε με κατεβασμένα τα μάτια. Κάτω από το ονειρώδες βλέμμα της παρατηρούσα ότι αυτή προσπαθούσε να αναζητήσει μέσα στον εαυτό της τις γλυκύτατες στιγμές του παρελθόντος οράματός της.
Η εντύπωση της ανακύκλωσης αυτού του αστρικού αποτυπώματος, υπήρξε μεγάλη στο πνεύμα μου. Όταν επανήλθα στον εαυτό μου, είδα κοντά μου την Υψηλή Διάνοια η οποία μου είπε:
–Είσαι ευχαριστημένος Δώρε;
–Είμαι έκθαμβος.