ΕΓΩΠΑΘΕΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
(ΠΕΡΙ ΙΔΕΩΔΟΥΣ)
Παραδεχόμαστε όλοι πως το κύριο γνώρισμα του ανθρώπου – ενός από τα δημιουργήματα του Σύμπαντος – αυτό που τον θέτει πάνω απ’ όλα και επέτρεψε στους διαφόρους φιλοσόφους κατά καιρούς να τον αποκαλέσουν Κορωνίδα της Δημιουργίας, είναι η Συνείδηση.
Η Συνείδηση είναι το νοητικό μας κριτήριο. Ο Άρειος Πάγος που εδρεύει σε κάθε άνθρωπο, με ανώτατους λειτουργούς τις ιδιότητες της Νόησης και του Αίσθους και που μπροστά του περνούν, σαν σε κινηματογραφική οθόνη, όλες οι σκέψεις και πράξεις, είτε δικές μας, είτε των άλλων. Είναι αυτός που μας επιτρέπει να κατατάσσουμε σκέψεις και πράξεις σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την ηθική και νοητική μας εξέλιξη.
Οι κοινοί άνθρωποι, τις διαχωρίζουν σε συμφέρουσες ή όχι, οι εξελιγμένοι όμως, σε καλές ή κακές.
Και οι δύο παραπάνω κατηγορίες ανθρώπων, κρίνουν έχοντας συνείδηση. Η συνείδηση όμως αυτή, στους μεν πρώτους είναι στοιχειώδης και σε έμφυτη κατάσταση, στους άλλους όμως εξελιγμένη, έπειτα από επίπονη διαπαιδαγώγηση της Νόησης και του Αίσθους.
Ας εξετάσουμε τους δύο αυτούς βαθμούς συνείδησης, καθώς και τα αίτιά τους.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του υλικού κόσμου, είναι η Διαίρεση. Άλλωστε, το θεμελιώδες γνώρισμα της φύσης της υλικής δημιουργίας, είναι ο ατομισμός. Προκειμένου όμως το πνεύμα να εκδηλωθεί σ’ αυτήν και να εκτελέσει μέσω αυτής τον αναγκαίο εξελικτικό του σκοπό, υποβάλλεται, ακολουθώντας τους νόμους της, στην αδυσώπητη ανάγκη να μετατραπεί σε “ΕΓΩ”.
Αυτό και μόνο, η ατομικοποίηση του Πνεύματος, μας δίνει το κλειδί για όλη την μετέπειτα διαγωγή και κατεύθυνσή του, με τη μορφή του ανθρώπου.
Το Πνεύμα, μετατρεπόμενο σε “Εγώ” ανθρώπινο και κατερχόμενο σε περιβάλλον εντελώς ξένο και διαφορετικό, αισθάνεται τον εαυτό του ν’ αντιτάσσεται σε κάθε τι που αντίκειται σ’ αυτό και κατά συνέπεια σε όλο τον αντικειμενικό κόσμο. Συναισθάνεται ότι έχει καταστεί πλέον μονάδα, φαινομενικά ανεξάρτητη από το σύνολο. Αποτέλεσμα αυτού του ακαθόριστου συναισθήματος, είναι η γέννηση του αισθήματος της απομόνωσης, που με τη σειρά του οδηγεί στην ανάπτυξη του αισθήματος της αυτοσυντήρησης. Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προφύλαξη και διατήρηση με κάθε τρόπο της νέας μορφής που περιβλήθηκε το Πνεύμα και της οποίας αποκλειστικά και μόνο έχει συναίσθηση.
Φυσικό είναι κάτω από τέτοιες συνθήκες, ν’ αναπτυχθεί στον άνθρωπο η Εγωπάθεια, η οποία τον υποκινεί να εξασφαλίσει το ατομικό του συμφέρον.
Έτσι, έχει την τάση αφενός μεν να εξουδετερώνει τους διάφορους κινδύνους που απειλούν τη διατήρηση της μορφής ζωής του και από την άλλη να προσπορίζεται για δική του χρήση, εκμετάλλευση και απόλαυση, τα αγαθά που άμεσα και φαινομενικά, απορρέουν από το υλικό περιβάλλον, νομίζοντας πως μ’ αυτά η ζωή του θα είναι πιο γλυκιά και άνετη.
Από το μυστικό αυτό δράμα που συντελείται στο εσώτερο Εγώ του ανθρώπου (και του οποίου ουδέποτε έχει συνειδητή αντίληψη), δημιουργείται μια ψυχοσύνθεση ανάλογης φύσης με την ατομικοποίησή του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, φτάνει να κατατάσσει τις εντυπώσεις του υλικού κόσμου, σε συμφέρουσες ή όχι για την ύπαρξή του, μην μπορώντας να έχει πλατύτερη αντίληψη, αφού σκέπτεται σαν μεμονωμένη ατομικότητα. Οι νοητικές του αρετές, επηρεασμένες από την ατομικοποίηση, προσανατολίζονται ανάλογα, δημιουργώντας την πρακτική Συνείδηση. Αυτή δρα έχοντας ως ανώτατους λειτουργούς νοητικές και αισθητικές ιδιότητες, υποδουλωμένες στην Εγωπάθεια και στο αίσθημα της αυτοσυντήρησης.
Από την πρακτική συνείδηση λοιπόν, πηγάζει το αίσθημα του ατομικού συμφέροντος, που δεσπόζει σε όλες τις σκέψεις και πράξεις του ατόμου, σ’ αυτό δε οφείλεται το μεγαλύτερο δράμα της ανθρωπότητας, η πάλη ανθρώπου εναντίον ανθρώπων.
Πάνω σ’ αυτό, ο μυημένος δεν μπορεί παρά να διακρίνει τρομερή παρανόηση των πραγματικών συμφερόντων του ατόμου, αποτέλεσμα της οποίας είναι η κακοδαιμονία της ανθρωπότητας.
Δυστυχώς, όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε από το στάδιο της πρακτικής συνείδησης, αφού ερχόμενοι στο υλιστικό περιβάλλον, όλοι δεχόμαστε την αναπόδραστη συνέπεια και επήρεια των νόμων του.
Απ’ όσα προαναφέρθηκαν, καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι η Εγωπάθεια, δεν είναι σφάλμα ατομικό και εσκεμμένο, αλλά ένα από τα πολλά μειονεκτήματα στα οποία υπόκειται ο άνθρωπος κατά τη διαδρομή του στην υλική δημιουργία. Πέφτουμε δε σε μεγάλη πλάνη αν, εξ αιτίας της εκδήλωσης και της διαπίστωσης αυτού του μειονεκτήματος, αμφιβάλλουμε, έστω και λίγο, για τη δυνατότητα εξέλιξής μας.
Όπως ο άνθρωπος μειονεκτεί στην ύλη, όσον αφορά το σώμα, υποκείμενος σε διάφορες ασθένειες, κατ’ αναλογία υπόκειται και σε ασθένειες του Πνεύματος και του Ήθους. Αυτές όμως, κάθε άλλο παρά ανίατες είναι, σε καμιά περίπτωση δε, δεν μπορούν να χρησιμέψουν ως επιχειρήματα εναντίον της ανώτερης καταγωγής μας και της δυνατότητάς μας για εξέλιξη.
Ο εγωισμός και η πρακτική συνείδηση που προκύπτει απ’ αυτόν, είναι νόσοι του Πνεύματος και του Αίσθους. Όπως κάθε ασθένεια όμως έχει το αντίδοτό της, έτσι κι αυτές έχουν το αντιφάρμακό τους, που βρίσκεται σ’ εμάς, μέσα μας.
Όλοι μας διαθέτουμε τις ιδιότητες εκείνες που αποτελούν γνώρισμα της πνευματικής μας υπόστασης και είναι τα μόνα, αλλά ικανά όπλα που έχουμε για ν’ αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους της ύλης.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι σε οποιαδήποτε μορφή κι αν μας παρουσιάζεται ο αντικειμενικός κόσμος, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες κι αν διατελούμε σ’ αυτόν, πάντοτε κατέχουμε ορισμένες νοητικές αρετές. Και είναι αυτές, που αν τις χρησιμοποιήσουμε κατάλληλα, θα μας επιτρέψουν να διεισδύσουμε στο μυστήριο του Κόσμου αλλά και στο δικό μας και ν’ ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Το απλό γεγονός των διάφορων ανακαλύψεων του ανθρώπου πάνω στον Υλικό κόσμο, ανακαλύψεις που καθεμιά είναι κι ένα βήμα προς τη διάλυση του μυστηρίου που μας περιβάλλει, δικαιολογεί πλήρως την παραπάνω πεποίθηση.
Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί ότι οι προπάτορές μας, είχαν εντελώς διαφορετική αντίληψη για τον κόσμο απ’ αυτή που έχουμε εμείς σήμερα.
Και η διαφορά αυτή, οφείλεται αναμφισβήτητα στην προσπάθεια του Πνεύματός μας, που υποκινείται από την έμφυτη σ’ αυτό τάση για έρευνα, να διαλευκάνει όσο γίνεται, το πρόβλημα της Ύλης.
Σύμφυτες στο πνεύμα μας, είναι οι ιδιότητες της σκέψης και της παρατηρητικότητας. Γνωρίζουμε δε ότι κάθε άνθρωπος που δεν παραβλέπει την ύπαρξή τους αλλά τις καλλιεργεί, κατορθώνει με τις δικές του δυνάμεις, να μορφώσει το πνεύμα του, να το δυναμώσει και να το πλουτίσει με ποικιλία γνώσεων, οι οποίες θα γίνουν απειράριθμα όπλα στον αγώνα της ζωής.
Έμφυτη επίσης, είναι η τάση του Πνεύματος να δικαιολογεί κάθε τι που πέφτει στην αντίληψή μας, καθώς επίσης και η τάση να βρει και να καθορίσει τον τελεολογικό σκοπό του ανθρώπου. Η ίδια τάση, εκδηλώνεται και προς το σύμπαν αλλά ασθενέστερα και σπανιότερα.
Δεν υπάρχει άνθρωπος που κάποια στιγμή της ζωής του, δεν αναρωτήθηκε : «Γιατί υπάρχω; Γιατί ζω; Γιατί ο κόσμος; Γιατί το Σύμπαν; Γιατί η ζωή; Γιατί ο θάνατος; ….»
Τα ερωτήματα αυτά, τα συναντά κανείς στα πλέον απλοϊκά χείλη. Βγαίνουν εντελώς αυθόρμητα από τα βάθη της ψυχής μας, παρά τη θέλησή μας και χωρίς καμία δική μας προσπάθεια. Πόσες φορές όμως τα ερωτήματα αυτά δεν προσπερνούν σιωπηλά; Πόσες φορές, τόσο εμείς που σε δεδομένη στιγμή τα εκφράζουμε, όσο κι εκείνοι που τ’ ακούνε, δεν τα αποσιωπούμε με μια χειρονομία ενδεικτική της ανικανότητάς μας, της κόπωσης και της έλλειψης της συνήθειας να σκεπτόμαστε;
Κι όμως, ποιος μπορεί να μας διαβεβαιώσει ότι τα σχεδόν πάντα ακούσια αυτά ερωτήματα, δεν είναι αφενός μεν ανομολόγητος πόθος της ψυχής και του πνεύματος, αφετέρου δε αναλαμπές του μεγαλείου του πνεύματός μας, που σαν φωτεινοί μετεωρίτες διασχίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα το σκοτεινό ορίζοντα της υλικής μας ζωής; Η ζωή των μεγάλων ανδρών, είχε σχεδόν πάντα ως αφετηρία μια τέτοια αναλαμπή. Οι μεγάλες ανακαλύψεις, οφείλονται σχεδόν πάντα σε μερικά τυχαία γεγονότα. Η κατεύθυνση της δράσης ορισμένων διανοιών, οφείλεται συνήθως σε κάποιους τυχαίους λόγους, σε κάποια τυχαία συμβάντα.
Εκείνο όμως που αναδεικνύει τον εφευρέτη, δεν είναι τόσο η δύναμη της σκέψης του, όσο η παρατηρητικότητά του. Το ίδιο τυχαίο γεγονός, θα περάσει απαρατήρητο από κάποιον που δεν έχει εξασκήσει την ιδιότητα της παρατηρητικότητας, ενώ θα προκαλέσει ευεργετικότατη εφεύρεση, χάρη σε κάποιον παρατηρητικό και ερευνητικό.
Την ύπαρξη λοιπόν της παρατηρητικότητας του πνεύματος, δεν μπορούμε να την αμφισβητήσουμε, τόσο η σημερινή μας ευμάρεια, η εξακολουθητική πνευματική μας πρόοδος, όσο και όλες οι κατακτήσεις πάνω στην ύλη, για τις οποίες δίκαια υπερηφανεύεται ο άνθρωπος, οφείλονται στην ύπαρξη αυτής της ιδιότητας.
Βέβαια, το γεγονός της διαπίστωσης αυτής της ιδιότητας, μας υποχρεώνει στην εξακολουθητική εκμετάλλευσή της, αλλά αυτό σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί την αποσιώπηση και εγκατάλειψη των διαφόρων αναλαμπών, για τις οποίες μιλήσαμε πιο πάνω. Κι’ αυτό γιατί;
Γιατί όταν πάσχουμε από οποιαδήποτε σωματική ασθένεια, έστω δύσκολα θεραπεύσιμη, αν έχουμε κάποια υπόνοια για την ύπαρξη αντίδοτου, τότε όχι μόνο δεν αφήνουμε ανεκμετάλλευτη αυτή την υπόνοια, αλλά όλη μας η προσοχή εστιάζεται σ’ αυτήν, η προσπάθειά μας εντείνεται, πολλές φορές μάλιστα, υποβαλλόμαστε σε θυσίες προκειμένου ν’ αποκτήσουμε το φάρμακο που θα μας χαρίσει την πολυπόθητη υγεία του σώματός μας.
Δυστυχώς όμως, όταν έχουμε οποιαδήποτε υπόνοια για τη θεραπεία της πνευματικής νόσου από την οποία όλοι πάσχουμε και που όλοι καταγγέλλουμε ανά πάσα στιγμή, δεν φερόμαστε καθόλου ανάλογα. Αντίθετα, αδιαφορούμε για την αναλαμπή του πνεύματός μας, αφού η εγωιστική κατεύθυνσή του, δεν θεωρεί καθόλου άμεσο συμφέρον την υγεία της σκέψης. Είναι δε φανερό, πως τη στιγμή που συγκεντρώνονται όλες οι δυνατότητες για τη διατήρηση της υλικής μας μορφής, η ιδέα της ανάγκης της υγείας του πνεύματος, απομακρύνεται και η τάση για έρευνα και λύση των διάφορων ζωτικών προβλημάτων, εγκαταλείπεται.
Από τη στιγμή όμως που αδιαφορήσουμε απέναντι σε οποιαδήποτε αναλαμπή του πνεύματος, τότε παύει το μειονέκτημα να είναι φυσικό και αρχίζει να λειτουργεί εσκεμμένα και ενσυνείδητα στον άνθρωπο, βασανίζοντάς τον, όπως ακριβώς θα τον βασάνιζαν οι συνέπειες της αμέλειάς του για τη θεραπεία του πάσχοντος σώματός του.
Από τη στιγμή αυτή, είμαστε υπεύθυνοι για την κακοδαιμονία και τη βαρύτατη δυστυχία, που με τόσες διαφορετικές μορφές χαρακτηρίζει τη ζωή μας.
Ευτυχώς για την ανθρωπότητα, δεν πέφτουν όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την ασυνέπεια. Πολλοί είναι εκείνοι που το πνεύμα τους σταματά ανήσυχο σε διάφορα ερωτήματα και ανακόπτει την ακατάσχετη ορμή που θα τους έφερνε μαζί με τους άλλους στον όλεθρο.
Ουδέποτε άνθρωπος που ασχολήθηκε λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά με τον τελεολογικό σκοπό, έμεινε χωρίς απάντηση και δεν είδε τον σκοτεινό ορίζοντα να φωτίζεται από ένα φωτεινό σημείο. Σημείο, που γίνεται το μικρό αλλά σταθερό αστέρι, το οποίο πρόκειται να καθοδηγήσει τον άνθρωπο μέσα από την υλική πλεκτάνη. Γιατί η ύλη, μπορεί να αποβεί θησαυρός γνώσεων, είναι αυτή που διαθέτει στον ερευνητή σιωπηλά και ανά πάσα στιγμή το κλειδί του μυστηρίου και της σωτηρίας του, ενώ φαινομενικά λειτουργεί ως δόλος, με σκοπό την εξακολουθητική εξαπάτησή του.
Ο αντικειμενικός κόσμος, αφενός και ο υποκειμενικός κόσμος των εκδηλώσεων και σκέψεων του ανθρώπου αφετέρου, αποτελούν δύο αντιτιθέμενα κάτοπτρα. Στον συνεχή αντικατοπτρισμό τους, βρίσκεται όλη η σοφία και η γνώση, μερικά κομμάτια των οποίων είναι αρκετά για να επανακτήσει ο άνθρωπος τη συνείδηση του εαυτού του και την απαρχή του δρόμου, απαρχή της σωτηρίας και της ευτυχίας του.
Ο άνθρωπος που σταματά με ερευνητικό μάτι στις διάφορες απορίες του, αναγκαστικά στρέφει το βλέμμα του στον εαυτό του και σε ό,τι τον περιβάλλει. Τότε, με απορία αντιλαμβάνεται ότι στο περιβάλλον βρίσκεται κάποιο μεγάλο και αφυλλομέτρητο βιβλίο, πρόθυμο να του προσφέρει γνώσεις, αρκεί να μπει στον κόπο να το φυλλομετρήσει, ενώ στον εαυτό του ανακαλύπτει πιστή απεικόνιση όσων τον περιβάλλουν.
Έτσι, για πρώτη φορά, του γεννιέται η σκέψη ότι παρά την απατηλή φαινομενικότητα, δεν αποτελεί Μονάδα ανεξάρτητη και απομονωμένη, αλλά ελάχιστη εκδήλωση ενός ποικιλόμορφου Όλου, συνδεόμενου με δεσμούς μύχιους και αδιόρατους αλλά εξαιρετικά αισθητούς.
Κάθε άνθρωπος που κατορθώνει με την παρατηρητικότητά του να κάνει την παραπάνω σκέψη, κάνει άλμα γιγάντιο στην εξέλιξή του και υφίσταται μια νεκρανάσταση του πνεύματός του.
Από τη στιγμή που συμβεί αυτό, η έμφυτη στον άνθρωπο ιδέα του Εγώ, προσβάλλεται, αρχίζει βαθμιαία να χάνει το ζωηρό χρώμα της πραγματικότητας, υποχωρεί, μικραίνει και με τη συμβολή της ενεργοποιημένης πλέον παρατηρητικότητας, αρχίζει να τίθεται σε αμφιβολία και να συμβαδίζει εκ παραλλήλου με νέες ιδέες, ριζικά αντίθετες στη φύση και τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο.
Οι μικρές αυτές επιτυχίες, υποκινούν ακόμη περισσότερο το ζήλο της έρευνας και της παρατηρητικότητας και γεννούν τη δίψα της μάθησης. Αν ο άνθρωπος δεν παρασυρθεί την κρίσιμη αυτή στιγμή από την απατηλή γνώμη των ομοίων του (η οποία είναι συνυφασμένη με την Εγωπάθεια) αλλά περιοριστεί στους μόνους φυσικούς δασκάλους του, τη Φύση και τον Εαυτό του, τότε αισθάνεται να σημαίνει μέσα του η ώρα της λύτρωσης. Τα μάτια του βλέπουν καθαρά, ο πέπλος που καλύπτει και συσκοτίζει τη διάνοιά του πέφτει και αφυπνισμένος σαν από μακρύ λήθαργο, συναισθάνεται το μεγαλειώδες θαύμα που εκτυλίσσεται γύρω του και μέσα του. Με νέα πλέον μάτια, στη μεν φύση διαβλέπει και πιστοποιεί το μεγαλείο του Δημιουργού, ενώ στον εαυτό του ανακαλύπτει μικρό αλλά πιστό αντικατοπτρισμό του Δημιουργού.
Διαπιστώνοντας ο άνθρωπος τη μεγάλη αυτή αλήθεια και τους άρρηκτους δεσμούς του με το παν και τον Δημιουργό, συναισθάνεται τη μεγάλη πλάνη της Εγωπάθειάς του, που οφείλεται στην Υλική Δημιουργία.
Η διαπίστωση αυτής της αλήθειας, εξουδετερώνει τα διάφορα υλικά εμπόδια που τον απομονώνουν και δημιουργεί μια μύχια επαφή της σκέψης του ανθρώπου με το Σύμπαν, μετατρέποντάς τον από απλό Εγώ σε οικουμενικό, αποδεχόμενο τις δονήσεις και τις εντυπώσεις του Παντός.
Εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε ότι τότε η ψυχή και το Πνεύμα του ανθρώπου, παίρνουν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Οι ψυχικές και νοητικές του αρετές, απαλλαγμένες από την Εγωπάθεια, του επιτρέπουν να μετέχει σ’ αυτό το μέγα θαύμα της γέννησης της Πνευματικής συνείδησης.
******************
ΟΜΙΛΙΑ Α.Τ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ