ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΩΝΤ

Το γεγονός αυτό συνέβη στην εποχή του Χριστού, στη Συρία. Μια νεαρή κοπέλα που λεγόταν Μερώντ, λατρεμένη από τους γονείς της κι έχοντας φτάσει σε μια ορισμένη ηλικία, αισθάνθηκε ότι η ζωή απομακρυνόταν απ’ αυτήν. Οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν σιγά σιγά και παρά τις πολλαπλές περιποιήσεις που ξοδεύονταν πλουσιοπάροχα γι’ αυτήν, οι γονείς έβλεπαν με πόνο να πλησιάζει η μοιραία έκβαση, όπου θα αποχωρίζονταν από το παιδί τους για πάντα.

Η μητέρα που θρηνούσε, δεν είχε πια το κουράγιο να βοηθήσει και ανήμπορη στην αγωνία του παιδιού που λάτρευε, περνούσε συχνά πολλές ώρες της ημέρας σε περιπλανήσεις στους αγρούς, βυθισμένη στον πόνο της.

Ένα βράδυ, που ξανάπαιρνε το δρόμο του γυρισμού στην πόλη, διέκρινε στην πεδιάδα ένα βοσκό, ακίνητο στη μέση του κοπαδιού του. Θυμήθηκε, ότι είχε ακούσει να λένε πως ο άνθρωπος ήταν μεγάλος γνώστης και πως, παρά την ταπεινή του θέση, η κατάρτισή του σε όλα τα πράγματα ήταν εκτεταμένη. Έτσι, της ήρθε η ιδέα να τον πλησιάσει. Γεμάτη δάκρυα, του εμπιστεύτηκε με λεπτομέρειες τη δυστυχία της, ζητώντας του να τη βοηθήσει, βέβαιη ότι θα μπορούσε να της δώσει μια συμβουλή για να σώσει το κορίτσι της. Ο βοσκός συναινώντας στην επιθυμία της και κατατοπισμένος αρκετά πάνω στην περίπτωση που του είχε τεθεί, σύμφωνα με την μακριά αφήγηση και τους θρήνους της μητέρας, της απάντησε.

–Η κόρη σας δεν είναι άρρωστη, δεν έχει τίποτα, αλλά της χρειάζεται να εγκαταλείψει αμέσως τα μέρη όπου τώρα ζει και να κάνει ένα ταξίδι για άλλα μέρη.

Σταθερά αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί αυτή τη συμβουλή, η μητέρα επέστρεψε στο σπίτι και από κείνη τη στιγμή άρχισαν οι προετοιμασίες για την αναχώρηση και το ταξίδι της Μερώντ.

Η οικογένεια της Μερώντ ήταν εύπορη, είχε ακόμη και πλούτη. Επομένως τα μέσα για την επιχορήγηση των εξόδων του προβλεπόμενου ταξιδιού, ήταν στη διάθεση των γονιών της. Χωρίς καμιά καθυστέρηση και μια που είχαν παρθεί όλες οι αποφάσεις, από την επόμενη κιόλας, ένα πλοίο εξοπλίστηκε και τακτοποιήθηκε έτσι, ώστε η ασθενής να μπορούσε να βρει εκεί μέσα όλες τις ανέσεις της με σκλάβους και ακολούθους επιπλέον επιφορτισμένους ν’ ασχοληθούν με την ευμάρεια της επιβάτιδας.

Το πλοίο αναχώρησε και στην αρχή οι πρώτες μέρες του ταξιδιού διακρίθηκαν από ένα καιρό θεσπέσιο. Η Μερώντ περνούσε τις μέρες πάνω στη γέφυρα, ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι προετοιμασμένο με φροντίδα, αναπνέοντας με όλη της τη δύναμη το ζωοποιό αέρα του ανοικτού ορίζοντα, λουσμένη μέσα σε αέρα καθαρό και απολαμβάνοντας τη μέτρια ζέστη που επικρατούσε τότε. Κάθε μέρα που περνούσε, έφερνε μια καλυτέρευση στην κατάσταση της υγείας της Μερώντ και το πρόσωπό της άρχιζε σιγά σιγά να παίρνει το χρώμα της ζωής. Η ελπίδα ξαναγεννιόταν μέσα της και μπορούσε κανείς να διαβλέπει ότι μια πλήρης επιτυχία θα στεφάνωνε την επιχείρηση της μάχης ενάντια στο κακό.. Με το μέτρο που η μελαγχολία απομακρυνόταν από τη Μερώντ, η χαρά συνέπαιρνε όλους εκείνους που την περιέβαλαν και εκδηλωνόταν με τα παιχνίδια που καθένας μηχανευόταν για να διασκεδάσει εκείνη που όλοι τόσο αγαπούσαν.

Ένα βράδυ, ωστόσο, ενώ το πλοίο ταξίδευε ήσυχα, ένα μαύρο στίγμα φάνηκε να σχηματίζεται στον ορίζοντα. Ο αέρας έγινε πιο βαρύς και ο καπετάνιος, ανήσυχος προμάντεψε ότι το ταξίδι που ξεκίνησε κάτω από καλούς οιωνούς, επρόκειτο να υποστεί μια ταραχή. Σαν άνθρωπος σώφρονας, συνειδητός στο καθήκον του και στην ευθύνη του, θέλοντας να προφυλαχθεί για κάθε ενδεχόμενο, φρόντισε δραστήρια για την προετοιμασία μιας σωσίβιας λέμβου και για τις σωσίβιες κολοκύθες. Και σωστά έκανε, γιατί σχεδόν ξαφνικά, μια απότομη μεταστροφή δημιουργήθηκε στην κατάσταση της ατμόσφαιρας, μια καταιγίδα εξαπολύθηκε και η θάλασσα γρήγορα φουρτούνιασε. Εκείνοι που είχαν την ευθύνη ν’ αφοσιωθούν στην Μερώντ, έτρεξαν κοντά της και μεταφέρνοντάς την, την εγκατέστησαν μέσα στη λέμβο που έσπευσαν να ρίξουν στη θάλασσα.

Ο άνεμος και η βροχή μάνιαζαν. Τη στιγμή που η βάρκα κρεμασμένη από τα σχοινιά της πήγαινε ν’ αγγίξει τη θάλασσα, ένα κύμα με μεγάλη βιαιότητα έκανε να ταλαντευθεί το πλοίο καθώς και το ελαφρό κέλυφος όπου βρισκόταν ξαπλωμένη η Μερώντ. Το κύμα διέγραψε αστραπιαία μια μακριά καμπύλη κι έπεσε ξεσπώντας πάνω στα τοιχώματα του πλοίου. Κάτω από το ορμητικό τίναγμα αυτού του κύματος, που αμέσως καλύφθηκε από ένα άλλο, ακόμη πιο βίαιο, τα πάντα διαλύθηκαν. Το σκάφος και η βάρκα βυθίστηκαν κι εξαφανίστηκαν. Τα στοιχεία της φύσης, αποχαλινωμένα εξακολουθούσαν να μανιάζουν στο καταστροφικό τους έργο. Μετά η θύελλα σταμάτησε απότομα, σαν να έμεινε έκπληκτη που καταπονήθηκε με προσπάθειες άσκοπες πάνω σε πράγματα που δεν υπήρχαν πια.

Η γαλήνη επανήλθε. Ο ουρανός καθάρισε και η χλωμή αντανάκλαση του νυκτερινού ουρανού φώτισε την απέραντη επιφάνεια, όπου πουθενά δε φαινόταν πλέον κάτι από το δράμα που μόλις είχε εξελιχθεί. Ωστόσο, ήδη αρκετά μακριά από το μέρος του ναυαγίου, ένα ακαθόριστο πράγμα ταλαντευόταν πάνω στο κύμα που είχε ξαναγίνει ήρεμο. Όταν αυτό το ναυάγιο ανασηκωνόταν πάνω στο κύμα, έδειχνε τα συντρίμμια ενός ιστού πάνω στον οποίο μια ανθρώπινη μορφή αφήνονταν να πλέει. Ήταν μια νεαρή κοπέλα άψυχη, δεμένη πάνω σ’ αυτά τα συντρίμμια. Φαινόταν σαν να είχε εμπιστοσύνη σ’ αυτό το εύθραυστο στήριγμα και δεν έδειχνε άλλα σημεία ζωής παρά ένα χαμόγελο, που βρισκόταν πάνω στα χείλη της. Ο κορμός του ιστού, πλέοντας σαν να καθοδηγούνταν από κάποιον , σαν ν’ ακολουθούσε ένα δρόμο χαραγμένο, προχωρούσε πάνω στα νερά και φαινόταν σαν να είχε συνείδηση της διαδρομής και του προορισμού του.

Το επόμενο πρωινό, σε μια ακτή αρκετά απομακρυσμένη από το σημείο όπου είχε γίνει το τραγικό συμβάν, ένα ναυάγιο βρισκόταν πάνω στο έδαφος, απείραχτο από τα κύματα. Στην άκρη αυτής της ακτής έτυχε να περνά ένας άνδρας ντυμένος με δέρμα ζώου. Η προσοχή του προσελκύσθηκε απ’ αυτό το απρόσμενο αντικείμενο που βρισκόταν πάνω στο χώμα. Πλησίασε και είδε τα συντρίμμια του ιστού πάνω στον οποίο αναπαυόταν μια νεαρή κοπέλα. Έτρεξε κοντά της κι έσκυψε για να βεβαιωθεί αν θα μπορούσε να της δώσει βοήθεια, ξαναφέρνοντάς την στη ζωή. Διαπίστωσε όμως ότι το σώμα, κοντά στο οποίο βρισκόταν, ήταν εδώ και κάμποσο καιρό νεκρό, εντελώς νεκρό.

….Κι ωστόσο, η Μερώντ—γιατί αυτή ήταν που βρισκόταν ξαπλωμένη εκεί—είχε πάντα πάνω στα χείλη εκείνο το χαμόγελο, που δεν την είχε πια εγκαταλείψει.
…Κι αυτό το χαμόγελο της Μερώντ ήταν η πρώτη της «προσευχή».

Τάγμα του Κρίνου και του Αετού