ΤΟ ΕΠΙΦΟΒΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Μέσα στην καλύβα, δίπλα στο τζάκι, καθόταν ο προπάππους μου, ένας σεβάσμιος γέροντας πάνω από 80 χρόνων. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στις φλόγες ενός δεματιού ξύλων που έτριζαν, δεν ξέρω αν ήταν από πόνο ή από χαρά, μέσα στην εστία του πατρικού μου σπιτιού.
Παρατηρούσα με πολλή προσοχή τον πρόγονό μου. Ήταν οι διακοπές των Χριστουγέννων, όταν μετά από ένα τρίμηνο κοπιαστικής εργασίας στην ιατρική σχολή, είχα έλθει να αναπαυθώ στο μικρό και όμορφο χωριό όπου γεννήθηκα .
Αισθανόμουν μυστηριώδη πράγματα στο βλέμμα αυτού του πρεσβύτη και η περιέργειά μου, ελκυστικότερη κι’ από την πιο όμορφη κοπέλα του χωριού, με ερέθιζε, ώσπου αποτεινόμενος στον πρόγονό μου, του είπα: «Παππούλη, σκέπτεσαι κάτι φοβερό και μυστηριώδες συγχρόνως, γιατί και μόνο η θέα του βαθιού σου βλέμματος, με κάνει να το αισθάνομαι τόσο, ώστε να ριγώ χωρίς να ξέρω το γιατί».
«- Ναι, παιδί μου, απάντησε με βαριά φωνή, ο ογδοντάχρονος γέροντας, υπάρχουν πράγματα στο μυστήριο της ζωής που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Και αν καμιά φορά η λήθη, μας σβήνει τις εικόνες της που είχαμε κάποτε ζήσει, τη στιγμή όπου ο κύκλος των πεπρωμένων, αυτός ο αναπόφευκτος κύκλος, μας επαναφέρει στο σημείο της νοητικής εκκίνησης, οι εικόνες ξαναζούν με μεγαλύτερη φαντασμαγορία από πριν. Οι σκέψεις γίνονται ποιήματα, καμιά φορά τραγικά, και υποχρεώνουν τον άνθρωπο να καταδυθεί στο παρελθόν για να ξαναζήσει τη ζωή που είχε ήδη βιώσει, να την αισθανθεί περισσότερο παρά ποτέ και να φθάσει έτσι στη γνώση της αιωνιότητάς μας, του ανθρώπου του κόσμου.
Καλά το μάντεψες, παιδί μου. Δεν ξέρω αν οι φλόγες χάιδευαν το βλέμμα ή αν το βλέμμα μου παρακολουθούσε μέσα από αυτές, το όνειρο μιας πραγματικότητας που σπάνια σε θνητό έγινε επιτρεπτό να αντικρίσει».
Ο βοριάς φυσούσε και παχύ χιόνι έδερνε τα παραθυρόφυλλα της καλύβας μας. Ο πατέρας μου, παλιός αγρότης, κουρασμένος από τη δουλειά της ημέρας, είχε πάει να κοιμηθεί. Η μητέρα μου, τον ακολούθησε, και έχοντας για ευαγγέλιο την οικιακή οικονομία, είχε σβήσει τη μικρή λάμπα, θεωρώντας ότι η αντανάκλαση της φλόγας του τζακιού ήταν αρκετή γι’ αυτό που είχαμε να πούμε και να κάνουμε με τον προπάππου μου.
Εγώ και η νεαρή μου φαντασία, βρισκόμαστε εμπρός σ’ αυτόν τον ισχνό γέροντα, που με το βλέμμα του και τον παλλόμενο λόγο του, μου φαινόταν σαν κολοσσός, σαν ομηρικός αθλητής, σαν ηράκλειος ήρωας της αρχαίας μυθολογίας. Μαζευόμουν στη γωνιά του τζακιού, σα να ήθελα να δώσω θέση στο μεγαλείο του προγόνου μου .
Με σχεδόν ξέπνοη φωνή του είπα «Παππούλη, σ’ ακούω, μίλα, μη σταματάς, γιατί η σιωπή που ακολουθεί το λόγο σου μου είναι πολύ οδυνηρή. Καταλαβαίνεις παππούλη, ο λόγος σου είναι για μένα φως, ενώ η σιωπή που ακολουθεί είναι σκοτάδι. Δεν φοβάμαι το φως, τα σκοτάδια όμως με τρομάζουν».
Λέγοντας αυτά, κοίταζα γύρω μου τη σκοτεινή αίθουσα και στη θλιβερή αντανάκλαση της φλόγας, έβλεπα τις παραμορφωμένες σκιές των αντικειμένων που κρέμονταν από το ταβάνι, να χορεύουν ένα τρελό χορό.
«Γιε μου, άρχισε ο σεβάσμιος γέροντας, ήμουν περίπου στην ηλικία σου, όταν ο διδάσκαλος μου Ελιμάριος πέθανε, αφήνοντας εμένα το μαθητή του, να αντιμετωπίσω την πραγματοποίηση τόσων και τόσων μυστηρίων που την ύπαρξή τους μου είχε διδάξει .
Θα καταλάβεις καλύτερα την ψυχική και πνευματική μου κατάσταση, όταν σου πω ότι αυτός ο σεβαστός Διδ/λος, έπλασε και ζύμωσε το νου μου, του έδωσε μία μορφή, χάρη στην οποία μπορούσα στο εξής να ζω.
Όταν πέθανε, το δικό του έργο της δημιουργίας μου, είχε περατωθεί αλλά εγώ, το δημιούργημά του, δεν είχα ακόμη κάμει το πρώτο βήμα στην οδό όπου με είχε κατευθύνει .
Μια μέρα, όταν η λύπη μου ησύχασε και η έγνοια της αιωνιότητάς μου ξαναπήρε τα δικαιώματά της επάνω μου – ήμουν τότε στην Αίγυπτο – κατευθυνόμουν σιωπηλός και σκεπτικός, προς τις πυραμίδες, αυτά τα σχεδόν προκατακλυσμιαία μνημεία. Εκεί, η σιωπή και μια βαθιά ειρήνη βασίλευαν και κυριαρχούσαν.
Εκείνη τη στιγμή, μία από αυτές τις αναπάντεχες εμπνεύσεις, ήρθε να αποτινάξει το λήθαργο της παθητικότητας που είχα υιοθετήσει αφ’ότου πέθανε ο Δ/λος μου».
Ο σεβαστός Ελιμάριος, μου μιλούσε για τα αόρατα πεδία που βρίσκονται πέρα από τα ορατά πεδία της δημιουργίας και μου έλεγε:
«Ω μαθητή, όταν η αφθαρσία σου θα ολοκληρωθεί, θα μπορέσεις, προδίδοντας για λίγα δευτερόλεπτα τη φυσική μορφή, να εισχωρήσεις σ’ αυτούς τους χώρους τους απρόσιτους στους ανθρώπους. Αλλά να είσαι συνετός, διότι φοβεροί φύλακες φρουρούν τις εισόδους των. Εάν μέσα σου όμως εκδηλωθεί μια τέτοια παράτολμη δραστηριότητα, μην ξεχάσεις ότι εμπρός σ’ αυτούς τους φύλακες, πρέπει να συμπεριφερθείς με ευθύτητα και το εγώ σου πρέπει να βεβαιώσει με θάρρος το άτρωτό σου».
Όταν τα λόγια του νεκρού Δ/λου μου έφθασαν στην αντίληψή μου με τέτοιο υπερβατικό τρόπο, βρισκόμουν μέσα σε μια μικρή πυραμίδα που υψωνόταν στα νότια της πυραμίδας του Μυκερίνου. Καθώς την είχα επισκεφθεί αρκετές φορές, μπήκα χωρίς δισταγμό στον επικλινή διάδρομο και λίγες στιγμές αργότερα βρισκόμουν καθισμένος σταυροπόδι σε μια γωνιά της νεκρικής αίθουσας, περισσότερο από 14 μέτρα κάτω από τη γη .
Βαθιά σκοτάδια με περικύκλωναν που, μαζί με μία απερίγραπτη σιωπή, μου έδιναν την εντύπωση ενός κενού που έφθανε σχεδόν στο τίποτε .
Σιγά – σιγά έπεσα ενστικτωδώς σε κατάσταση διαλογισμού. Τα αποτελέσματά του ήσαν τέτοια που δεν θυμόμουν να είχα ποτέ προηγουμένως νοιώσει κάτι παρόμοιο. Η ζωή, τα όντα που κατοικούν στη γη, η ύλη και όλος ο κόσμος, ήταν σα να έσβηναν μέσα μου σαν σε όνειρο, σε τέτοιο σημείο ώστε άρχισα πραγματικά να μην έχω αντίληψη των υλικών πραγμάτων.
Εκείνη τη στιγμή, θέλοντας να γαντζωθώ ακόμη στη ζωή, προσπάθησα, με έντονη επιθυμία να προξενήσω στον εαυτόν μου το φόβο ή κάποιο πόνο, ώστε να μπορέσω να επανέλθω στην πραγματικότητα. Αλλά όλα αυτά εξαφανίζονταν, εισχωρούσαν στο όνειρο, και εκείνη την στιγμή ήμουν ένα όν που απαλλάσσονταν από όλα τα πράγματα που έζησε, από όλες τις γήινες δυνατότητες, σα να προετοιμαζόμουν να επενδυθώ μια νέα ουσία ή υπερουσία και να εισχωρήσω σε ένα ομοίωμα μιας νέας ζωής .
Όμως επανήλθα στην πραγματικότητα. Στο άκουσμα ενός ξεκλειδώματος, είδα κατάπληκτος να ανοίγει εμπρός μου, στο λείο και σκοτεινό τοίχο, μια πόρτα, και η έκπληξή μου μεγάλωσε όταν είδα έναν άνδρα με ένδυμα μοναχού, να προχωρεί προς εμένα, ήρεμος και γαλήνιος. Έκαμα μια προσπάθεια να σηκωθώ αλλά δεν το κατόρθωσα. Ο άνθρωπος ήλθε κοντά μου, έβαλε το χέρι του στο μέτωπο μου και με γλυκιά φωνή μου είπε: «Ακολούθησέ με, μαθητή».
Αυτή η επαφή, είχε τη δύναμη να με απαγκιστρώσει από τη βαριά και παχιά ύλη που προηγουμένως μου φαινόταν φορτίο σχεδόν ασήκωτο. Μάλλον έπλεα παρά περπατούσα, ακολουθώντας αυτόν τον άγνωστο οδηγό, χωρίς κανένα φόβο. Εισχωρήσαμε από τη θύρα που ανοιγόταν εμπρός μου, μέσα σε ένα διάδρομο και είχα το αίσθημα ότι κατευθυνόμαστε προς τη δύση. Το σκοτάδι ήταν πυκνό αλλά χάρη σε ένα φωσφορικό φως που διέφευγε από τον οδηγό μου με τρόπο μυστηριακό, μπορούσα να ακολουθώ το δρόμο αυτόν χωρίς κανένα δισταγμό.
Ο διάδρομος, αρχικά ευθύς, άρχιζε να γίνεται επικλινής με ανιούσα κατεύθυνση. Είχα την εντύπωση ότι βγαίναμε πάλι στην επιφάνεια της γης. Αλλά η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν ξαφνικά βρέθηκα στο φως. Δεν αναγνώριζα πια τον συνηθισμένο στα μάτια μου ορίζοντα και μια ανησυχία κατέλαβε το είναι μου όταν είδα ότι ο οδηγός μου είχε εξαφανισθεί. Όμως προχωρούσα σε μια περιοχή που δεν είχε άλλη εικόνα από το φως, ένα φως άχρωμο, ένα φως άμορφο και –πράγμα παράξενο –ήταν ένα φως κατοικημένο από ζώντα όντα που τα έβλεπα χωρίς να τα βλέπω και αισθανόμουν την παρουσία τους χωρίς να μπορώ να τους δώσω μια μορφή .
Μόλις είχα αρχίσει να περιπλανώμαι μέσα σ’ αυτούς τους νέους χώρους, όταν αισθάνθηκα να με αρπάζουν κάτι σαν δυνατά χέρια, που με παρέλυαν και δεν μου επέτρεπαν καμία κίνηση. Μια φωνή, που δεν περιείχε κανένα ήχο, ακαθόριστη και ρωμαλέα μου είπε:
«Ω θρασύ ον πώς τόλμησες να σπάσεις τις αλυσίδες της ζωής και να εισχωρήσεις σ’ αυτόν τον περίβολο όπου δεν έχεις δικαίωμα να παραμένεις; Η θρασύτητά σου είναι μεγάλη και η ώρα της τιμωρίας έφθασε».
Αυτοί οι απειλητικοί και επιτακτικοί λόγοι, αντί να μου δημιουργήσουν φόβο, δόνησαν τη χορδή της ανταρσίας και κυριαρχώντας στον εαυτό μου, άρχισα να τινάζομαι με όλες μου τις δυνάμεις, θέλοντας να ξεφύγω από το σφίξιμο αυτού του αοράτου δράκοντα. Άκουσα τον εαυτό μου να λέγει με εκρηκτική φωνή, λόγους που δεν μπορώ να επαναλάβω, αλλά που μου έκαμαν βαθιά εντύπωση.
Ήταν σαν ένα νεκρό μέσα μου μέχρι τότε ον, να ξαναζωντάνευε και να ξανάπαιρνε τα δικαιώματά του. Το σφίξιμο αδυνάτισε και το ον σαν σκιά, εξαφανίστηκε από εμπρός μου. Τότε έγινε κάτι παράξενο. Έπαψα να είμαι μόνος, δεν ήμουν πια εγώ, γιατί μέσα μου είχε γεννηθεί ένα ον που, αν και οικείο, μου ήταν εντελώς άγνωστο. Διστακτικά απευθύνθηκα σ’ αυτό το άλλο Εγώ, λέγοντας του :
«Ω ευγενής ακτίνα γεννημένη από το αδύναμο ον μου, ο λόγος σου βεβαιώνοντας την εξουσία Του επάνω στα γιγαντιαία όντα αυτών των αγνώστων περιοχών, με γεμίζει χαρά και ταπείνωση. Πώς μέχρι σήμερα μπόρεσα να σε βαστάζω στο θνητό σαρκίο μου χωρίς να συναισθανθώ τα αποτελέσματα της μεγαλοσύνης σου;».
Και το «άλλο Εγώ» απάντησε :
«Είμαι το φως του πνεύματός σου. Είσαι το χωνευτήρι, είμαι το μέταλλο. Η αξιοσύνη σου είναι μεγάλη, γιατί αντιστάθηκες στην πίεση και αυτό μου επιτρέπει να εκδηλώσω και να βεβαιώσω την παρουσία μου σ’ αυτούς που φυλάγουν τις πύλες της αθανασίας μας. Δεν είμαστε καθόλου δύο, είσαι το χωνευτήρι και είμαι το μέταλλο».
Μ’ αυτούς τους ενθαρρυντικούς λόγους, μία αλαλαγή έγινε μέσα μου και αυτή η σοφία που αναδυόταν από το βάθος του όντος μου, διαχεόταν και δημιουργούσε μαζί μου ένα σώμα. Οι δύο μαζί ενοποιημένοι από την συνείδησή μας, γαλήνιοι, διασχίζαμε τις άγνωστες περιοχές ελεύθεροι από κάθε εμπόδιο.
Θα ήταν μακρύ να σου διηγηθώ τα μυστικά αυτής της άλλης ζωής που διένυα, ω Υιέ του τέκνου μου. Ο χώρος και ο χρόνος συγχέονταν εσωτερικά και βρέθηκα σχεδόν αμέσως στα χείλη μιας αβύσσου. Από την άλλη πλευρά φώτα τρεμόσβηναν, με έκαμαν να υποθέσω την ύπαρξη μιας ζωής παρόμοιας με αυτήν που είχα αφήσει εδώ κάτω. Στη θέα αυτής της νέας περιοχής, αισθάνθηκα το «άλλο μου Εγώ» να συσφίγγεται μέσα μου και να συγχέεται περισσότερο μαζί μου, ενώ μια έντονη επιθυμία με τραβούσε προς τη νέα περιοχή που άρχισα να διακρίνω.
Πάντοτε πλέοντας, ρίχτηκα στην άβυσσο χωρίς να φοβηθώ την πτώση, έχοντας εμπιστοσύνη στις νέες μου ικανότητες που εκδηλώθηκαν μετά την αποκόλλησή μου από τις κοσμικές περιοχές. Συγκεκριμένες οπτασίες αποκαλύφθηκαν στην αντίληψη μου. Είδα τον εαυτό μου μέσα σε μια φύση ανθισμένη και εύφορη. Ένα γλυκό φως με λάμψη απαλή, εμψύχωνε αυτή τη νέα φύση, αποτυπώνοντας σε όλες της τις εκδηλώσεις τη βαθιά ειρήνη. Μια εσωτερική χαρά γεννιόταν μέσα μου. Θα ήθελα να ζω αιώνια σ’αυτό το γλυκό και ήρεμο περιβάλλον και καταμαγεμένος πετούσα σαν πεταλούδα, άγγιζα τα πάντα και ονειρευόμουν μέσα σε έξαρση.
Ενώ περιπλανιόμουν ξένοιαστος, βρέθηκα περικυκλωμένος από μια αλυσίδα που την αποτελούσαν επτά άτομα με αινιγματικό πρόσωπο και ένα όγδοο ξεπήδησε εμπρός μου, υψηλό και ωραίο, με μάτια αστραφτερά. Με κοίταξε πολλή ώρα και μου είπε:
«Γιατί εισχώρησες σ’ αυτόν τον περίβολο και περιφέρεσαι σαν ένας ξένος, μη έχοντας συνείδηση των αληθειών που υπάρχουν εδώ;»
Οι λόγοι του ανδρός ήσαν απλοί και καθαροί, αλλά η όψη του όπως και των συντρόφων του με τάραξαν και καμιά απάντηση δεν ερχόταν σε βοήθειά μου. Ένα οδυνηρό αίσθημα κυρίευε όλο το είναι μου, αισθανόμουν να χάνομαι, να εξαφανίζομαι, όταν μια αντίδραση που δεν μπορώ να προσδιορίσω την εσωτερική της φύση, με εμψύχωσε και ένα πλήθος φωτεινά λόγια εμφανίστηκαν στο πνεύμα μου, σαν να ερχόταν από ένα ον κριμένο μέσα μου, βαθύτερα από το πρώτο.
Στο άκουσμα των σοφών και φωτισμένων λόγων που είπα και δεν μπορώ να σου επαναλάβω, το πρόσωπο του ανδρός που με ερωτούσε, γαλήνεψε. Αμέσως είδα την αλυσίδα των επτά ανδρών να σπάζει, και έμεινα μόνος απέναντι στον συνομιλητή μου. Εκείνος εξακολούθησε:
«Μακάριε άνθρωπε, συνέχισε το δρόμο σου, διότι σ’εσένα αποκαλύφθηκε μια ακτίνα του Θείου Εγώ. Οδηγούμενος από εκείνη, θα μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστήρια αυτής της περιοχής και να μαρτυρήσεις γι’ αυτά επάνω στη γη».
Έφυγα γεμάτος χαρά, παραξενεμένος γιατί παρατήρησα να αποκαλύπτεται μέσα μου ένα τρίτο πρόσωπο που συμμετείχε στην όλη μου ζωή, τόσο μέσα στον κόσμο, όσο και πέρα από την αθανασία. Κανένας ποιητής δεν θα μπορέσει να περιγράψει την εκδήλωση των ωραίων ιδεών που μου αποκαλύφθηκαν σ’ αυτή τη διαδρομή, κανένας ζωγράφος δεν θα μπορέσει να φαντασθεί αυτούς τους τόπους ενός χαμένου παραδείσου.
Ευτυχής για την τριπλή συνείδηση του εαυτού μου, διέτρεχα αυτές τις περιοχές και ζούσα ακούραστα….
Η έπαρση, σαν βέλος εκτοξευμένο από τις κάτω περιοχές, διέσχισε το είναι μου και με κλόνισε. Ολόκληρη η συμπεριφορά μου πρόδιδε αυτή την ατέλεια, διότι δεν μπορούσα πια να αντέξω το βλέμμα των όντων που ζούσαν σ’ αυτές τις περιοχές. Αισθάνθηκα τότε ότι ήμουν εξόριστος σε ξένο τόπο και παρά την ευτυχία μου, αναμνήσεις των γήινων πραγμάτων με βάραιναν πολύ.
Αυτή η κατάπτωση, μεγάλωνε από στιγμή σε στιγμή ώσπου μια φλόγα με άρπαξε.
Σαν άχυρο συρόμενο μέσα σε μία δίνη, γκρεμίστηκα από αφάνταστα ύψη προς τις βαθιές χαράδρες της ύλης. Αισθανόμουν να πέφτω, να χάνομαι σε ένα γκρεμό άγνωστο και τα πάντα γύρω μου να είναι αναβρασμός! Ένα φοβερό τράνταγμα συγκλόνισε το σώμα μου, και βρέθηκα όρθιος στο νεκρικό θάλαμο, 14 μέτρα κάτω από τη γη . Πνιγόμουν και ήμουν καταϊδρωμένος. Και σαν τελευταία εντύπωση του οράματός μου, άκουσα το ξέσπασμα ενός γέλιου. Ήταν η ύλη που ξανάπαιρνε τα δικαιώματά της επάνω μου, γιατί ήμουν μεταξύ των ζωντανών .
Σύρθηκα σαν μεθυσμένος προς την έξοδο για να αναπνεύσω αέρα και λίγες στιγμές αργότερα βρισκόμουν στη σκιά των ερειπίων του ναού Μυκερίνου, ονειρευόμενος κατά αντίθετη φορά τα μακρινά πράγματα. Νόμιζα ότι με χώριζαν αιώνες από τα γεγονότα αυτά.
………Μ’ αυτά τα λόγια το βλέμμα του πρεσβύτη φλογίστηκε από τα σημάδια μιας νεότητας μακρινής όσο τα οράματά του. Η φωτιά ξεψυχούσε στο τζάκι και οι τελευταίες μικρές φλόγες πρόβαλαν την κολοσσιαία σκιά του προγόνου μου στο ταβάνι.
Ρουφούσα τα λόγια του και παρομοίαζα τον άνθρωπο που ήταν εμπρός μου με ήρωα των γιγαντομαχιών της κοσμογονίας.