ΠΕΡΙ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ
ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ;
Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου να θέλει να μαθαίνει, είναι και αυτό μια από τις πολλές του επιθυμίες. Ο άνθρωπος έχει πολλές επιθυμίες, τις οποίες προσπαθεί μόνος του με κάθε τρόπο να ικανοποιεί. Η εκπλήρωση όμως κάθε επιθυμίας, συνεπάγεται και ανάλογη προσπάθεια.
Όταν λοιπόν κανείς προτίθεται να κάνει ανώτερες μελέτες, σημαίνει ότι προτίθεται να φιλοσοφήσει. Παρ’ όλο που αυτό είναι ανθρώπινο, είναι και αρκετά δύσκολο και όσοι θέλουν να φιλοσοφούν, μόνο υπό ένα όρο μπορούν να το κάνουν.
Για να ικανοποιήσει ο άνθρωπος μια οποιαδήποτε επιθυμία, καταβάλλει κάθε κόπο, κάθε προσπάθεια, κουράζεται, ιδρώνει και κοπιάζει εξαιρετικά έως ότου το πετύχει, έτσι και όσοι θέλουν να καταπιαστούν με ανώτερες μελέτες, να επιλύσουν διάφορα ανώτερα ζητήματα και προβλήματα, πρέπει να καταβάλλουν ανάλογο κόπο και προσπάθεια.
Όμως, επειδή η Φιλοσοφία δεν είναι κάτι που έχει άμεσα αποτελέσματα (όπως η ικανοποίηση μιας οποιασδήποτε άλλης επιθυμίας) – είναι βέβαια ένας ευγενής πόθος – δυστυχώς παραμένει πάντοτε τέτοιος, ακριβώς γιατί δεν καταλαμβάνει μέσα μας τη θέση που καταλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη επιθυμία.
Για παράδειγμα, προκειμένου να βελτιώσουμε την κοινωνική μας θέση (που είναι μια πολύ ευγενική επιθυμία) εργαζόμαστε, κοπιάζουμε, καταβάλουμε κάθε προσπάθεια ώστε να επιτύχουμε τα ποθούμενα αποτελέσματα.
Η επιθυμία όμως του “φιλοσοφείν”, δεν καταλαμβάνει την ίδια θέση με την επιθυμία για τη βελτίωση της κοινωνικής μας θέσης, ακριβώς γιατί τ’ αποτελέσματα του “φιλοσοφείν” δεν είναι τόσο άμεσα. Γι’ αυτό και η επιθυμία του “φιλοσοφείν” παραμένει πάντοτε στο επίπεδο του ευγενούς πόθου με ελάχιστες προσπάθειες. Παραμένει πάντοτε στα σπάργανα.
Κι όπως εκείνοι που θέλουν να κόψουν το τσιγάρο, δεν καταβάλουν συνεχή και εξακολουθητική προσπάθεια αλλά το θυμούνται κάθε δύο χρόνια, κάνουν μια μικρή προσπάθεια και ύστερα πάλι το ξεχνούν για ν’ αρχίσουν πάλι αργότερα, έτσι κι εκείνοι που θέλουν να εντρυφήσουν στη φιλοσοφία, κάνουν μερικές προσπάθειες όταν το θυμούνται, κατόπιν το ξεχνούν, ύστερα πάλι το θυμούνται και ούτω καθ’ εξής.
Αντιλαμβανόμαστε βέβαια πως αυτός ο τρόπος, ούτε σταθερός είναι, ούτε αποτελέσματα μπορεί να έχει. Γι’ αυτό και βλέπουμε πολύ κόσμο να ισχυρίζεται πως φιλοσοφεί, πως γνωρίζει να σκέπτεται και να λύνει προβλήματα τόσο ατομικά όσο και κοινωνικά κι όμως να παραμένει πάντοτε ο ίδιος και να μη διαφέρει καθόλου απ’ τον κοινώς σκεπτόμενο άνθρωπο.
Το φιλοσοφείν δεν είναι τόσο εύκολο.
Παρ’ όλο που έχει δοθεί αυτή η ικανότητα στον άνθρωπο, εν τούτοις αυτός που θέλει να φιλοσοφήσει, οφείλει να ενεργοποιεί όλα τα πνευματικά του χαρίσματα – η δυσκολία συνίσταται στο ότι πρέπει να επιμένει, να συγκεντρώνει το νου του χωρίς να αποσπάται, χωρίς διακοπή, χωρίς σπασμωδικές προσπάθειες, κατά τέτοιον τρόπο ώστε όλη η δραστηριότητα να είναι ρέουσα, συνεχής κι εξακολουθητική για να μπορεί να έχει αποτελέσματα βέβαια, σταθερά και προοδευτικά.
Σ’ αυτό ακριβώς χωλαίνει ο άνθρωπος – όχι γιατί δεν έχει δυνατότητες να το πετύχει αλλά γιατί δεν επιδίδεται συστηματικά, μεθοδικά και συνεχώς.
Όλα αυτά είναι ζητήματα που ενδιαφέρουν τον κόσμο. Όμως, όλοι έχουμε ανάγκες, επιθυμίες, δυσκολίες και προβλήματα ζωτικά να λύσουμε ώστε το ανώτερο να μην μπορεί να μας απασχολεί εξακολουθητικά.
Λόγω των δυσκολιών που συναντάμε στη ζωή και των αδυναμιών μας, δε μπορούμε να επιδοθούμε συστηματικά.
Εν τούτοις, όταν θέλουμε να ικανοποιήσουμε μια επιθυμία πολύ έντονη ή τέλος πάντων μια επιθυμία που οπωσδήποτε θέλουμε να εκπληρώσουμε, τότε δεν υπάρχουν εμπόδια, δεν βρίσκουμε δυσκολίες, απεναντίας και το χρόνο βρίσκουμε και τον κατάλληλο τρόπο για να την ικανοποιήσουμε.
Αυτή είναι μια παρατήρηση, που πρέπει να την έχουμε υπόψη τους εκείνοι που νομίζουν ότι οπωσδήποτε πρέπει να φιλοσοφούν.
Εφόσον η προσπάθεια δεν είναι συνεχής, τα αποτελέσματα θα είναι ανάλογα.
Εκείνος που θέλει να φιλοσοφήσει, χρειάζεται να κάνει μεγάλη προσπάθεια. Πρέπει να σκέφτεται, να σκέφτεται βαθιά, συνεχώς να παρατηρεί και να ελέγχει, να τον χαρακτηρίζει απόλυτη αντικειμενικότητα, να μην έχει προκαταλήψεις και φανατισμούς, να επηρεάζεται μόνον από τη σκέψη του.
Κάθε άλλη κατεύθυνση, κάθε άλλη επήρεια, θα θολώνει πάντα το νου και θα συσκοτίζει τα αποτελέσματα.
Όλα αυτά, απασχολούν τον κόσμο από τον καιρό που ο άνθρωπος άρχισε να σκέπτεται τι είναι, που καταλήγει, που πάει, τι θέλει, αλλά κυρίως και προπαντός τι γίνεται μετά τη δόλια αυτή ζωή. Ποιοι είναι οι τελεολογικοί σκοποί του ανθρώπου;
Υπάρχει βέβαια ο πολύς κόσμος που ούτε ενδιαφέρεται και ούτε ποτέ θα ενδιαφερθεί γι’ αυτού του είδους τα ζητήματα και ίσως να είναι και πιο λογικός.
Υπάρχουν όμως και άλλοι, που θέλουν να μάθουν τι τους περιμένει όταν εγκαταλείψουν αυτή τη ζωή.
Από την περιέργεια αυτή δημιουργήθηκαν διάφορες φιλοσοφικές, θρησκευτικές και άλλες θεωρίες, στις οποίες οι άνθρωποι τάχθηκαν ανάλογα με τη νοοτροπία τους.
Βέβαια, αυτά τα προβλήματα δεν λύνονται με μια μονοκονδυλιά. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος διαφορετικός ο ένας από τον άλλο και κατά συνέπεια ό,τι ταιριάζει στον έναν δεν μπορεί να ταιριάζει στον άλλον. Γι’ αυτό και ο κόσμος αφήνεται ελεύθερος και κατευθύνεται από την Αλήθεια εκείνη που μπορεί να καταλάβει και που του ταιριάζει καλύτερα.
Δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι θα μπορούσαν να δοθούν λύσεις ομοιόμορφες σ’ αυτά τα ζητήματα, τις οποίες θα μπορούσε να παραδέχεται και να ασπάζεται όλος ο κόσμος.
Αυτό είναι μια καθαρή ουτοπία.
Όπως οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους, όπως είναι χωρισμένοι σε διαφορετικές νοοτροπίες, έτσι θα υπάρχουν και διάφορες λύσεις που θα ικανοποιούν χωριστά τον καθένα, ανάλογα με τη νοοτροπία που έχει.
Όλα αυτά είναι πολύ φυσικά γιατί όπως οι τροφές οι υλικές δεν είναι όλες κατάλληλες για όλο τον κόσμο αλλά ο καθένας τρώει ό,τι του ταιριάζει καλύτερα και ό,τι νομίζει πως θα τον ωφελήσει περισσότερο, έτσι και οι πνευματικές τροφές δεν είναι όλες κατάλληλες για όλο τον κόσμο και ο καθένας πρέπει να αντλεί απ’ αυτές ό,τι του ταιριάζει καλύτερα σύμφωνα με τη νοοτροπία του.
Ίσως να φανεί παράξενο αυτό, όταν το αναλύσουμε λεπτομερώς, θα δούμε ότι ανταποκρίνεται σε μια πραγματικότητα αναμφισβήτητη και ότι όταν θέλουμε να ισοπεδώσουμε όλους τους ανθρώπους, βαίνουμε αντίθετα προς το φυσιολογικό νόμο που μας διέπει.
Λόγω ακριβώς της Ανομοιότητας που διέπει όλους τους ανθρώπους, οι αλήθειες δεν είναι ομαδικές αλλά ατομικές. Το να επιδιώκουμε λοιπόν την επιβολή μιας αλήθειας, δεν είναι ούτε πρόσφορο ούτε εποικοδομητικό.
Ο Κριναετός έχει ορισμένες σκέψεις και αντιλήψεις. Δεν επεδίωξε, ούτε επιδιώκει, ούτε ποτέ θα επιδιώξει να τις επιβάλλει σε κανέναν. Ακόμη και αυτά τα μέλη του, δεν τα εμποδίζει και δεν τους επιβάλλει τίποτα. Εκείνα όμως που πρεσβεύει, τα πρεσβεύει γιατί νομίζει πως είναι σωστά. Όλες του τις αντιλήψεις προσπαθεί να τις στηρίξει στους φυσικούς νόμους χωρίς να είναι επηρεασμένες από οποιαδήποτε ξένη θεωρία ή αντίληψη και τις πρεσβεύει εφόσον νομίζει ότι μπορούν να στηριχθούν.
Δεν παραλείπω δε να τονίσω ότι τα υπερβατικά προβλήματα δε φαίνονται να είναι άμεσου ενδιαφέροντος για τον άνθρωπο.
Έχω την αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς να λύσει ορισμένα προβλήματα που ξεφεύγουν από τα κοινά προβλήματα της ζωής.
Παραδείγματος χάρη το ζήτημα της μετέπειτα ζωής.
Όπως δεν μ’ ενδιαφέρει το αύριο, έτσι δεν πρέπει να μ’ ενδιαφέρει και η μέλλουσα ζωή.
Το αύριο δεν μου ανήκει, ξεφεύγει από τη δικαιοδοσία μου. Ο κόσμος όμως, δυστυχώς βάσισε και βασίζει τη ζωή του στο μέλλον και ξεχνάει ότι το μόνο θετικό, στο μόνο που μπορεί να βασιστεί, το μόνο τέλος που του ανήκει, είναι το παρόν.
Η σημερινή ζωή είναι η πηγή του αύριο. Όπως θα ζήσω σήμερα, ανάλογα θα ζήσω και αύριο. Το παρελθόν και το μέλλον δεν μας ανήκουν. Εκείνο που μας ανήκει είναι το παρόν, η σημερινή μέρα που προετοιμάζει την αυριανή. Είναι μια ουτοπία να σκεφτόμαστε το αύριο και να ξεχνάμε το σήμερα. Δυστυχώς, εμείς βασιζόμαστε στο μέλλον – ο νέος σκέφτεται πώς θα ζήσει γέρος, ο μεσόκοπος πώς θα ζήσει αργότερα και έτσι και οι δύο ξεχνούν να ζήσουν την πραγματική τωρινή ζωή τους, ενώ μόνο η τωρινή ζωή είναι ικανή να τους ετοιμάσει τη μελλοντική.
Είχα την ευκαιρία να σκεφτώ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και κατέληξα στο συμπέρασμα πως το ζήτημα του αύριο και του μέλλοντος είναι μια παγίδα του Σατανά.
Μας απασχολεί είτε με το παρελθόν, είτε με το μέλλον για να μην σκεφτόμαστε το παρόν. Κι έτσι, με την παγίδα αυτή περνάμε τη ζωή μας και τρέχουμε συνεχώς πίσω από ένα φάντασμα, από κάτι ανύπαρκτο, το μέλλον.
Κάτι ανάλογο είναι και η μελλοντική ζωή, ανάλογο αλλά όχι το ίδιο.
Μου φαίνεται πως η τωρινή ζωή είναι ένα βασικό πρόβλημα ώστε να του δίνουμε όλη μας την προσοχή και να μην το ξεχνάμε για να σκεπτόμαστε την μελλοντική ζωή.
Όταν προσπαθούμε την τωρινή ζωή να την κάνουμε όσο μπορούμε καλύτερη και ευγενέστερη, το άλλο είναι ένα πνευματικό παιχνίδι, θα μπορούσε να πει κανείς, στο οποίο θα επιδίδεται ο άνθρωπος από γούστο, από διάθεση ν’ ασχολείται με προβλήματα όχι κοινά. Και όπως όποιος ζει καλά τώρα, μοιραία θα ζήσει καλά και στην υπόλοιπη ζωή του, έτσι ζώντας καλά τη σημερινή ζωή, μοιραία προετοιμάζουμε την μελλοντική.
Φαίνεται δε ότι όσο και να λύσει κάποιος το ζήτημα της μελλοντικής ζωής, το μόνο που θα υφίσταται πάντα είναι η τωρινή ζωή.
Άλλωστε δεν βρίσκω το λόγο να παιδεύεται κανείς με ζητήματα μελλοντικής ζωής, προπαντός όταν ξέρει ότι τ’ αποτελέσματα δεν είναι παρά μόνο υποθέσεις που θέλει να τις κάνει αλήθειες, που φανατίζεται μ’ αυτές, τις μεταχειρίζεται για να φανατίζει άλλους, να τους επηρεάζει και να τους παρασύρει ενώ ξέρει καλά πως είναι απλές υποθέσεις περισσότερο ή λιγότερο λογικές, αλλά πάντως υποθέσεις.
Γι’ αυτό λέω ότι δεν είναι απαραίτητο να λύσουμε το πρόβλημα της μελλοντικής ζωής. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο όταν δεν παραμελούμε την τωρινή ζωή.
Ας καταναλώνουμε λοιπόν τη ζωτικότητά μας για να ζήσουμε καλά σήμερα, ας παίρνουμε τα μέτρα μας, ας προσπαθούμε να προπονούμαστε, να πειθαρχούμε τον εαυτό μας, ώστε να κάνουμε όσο πιο καλή μπορούμε τη σημερινή ζωή, με θετικά και προοδευτικά αποτελέσματα, παρά να σκεπτόμαστε το μέλλον περιοδικά, με υποθέσεις και χωρίς ποτέ να έχουμε θετικά αποτελέσματα.
Μετά την εισαγωγή αυτή, ας μπούμε στο κύριο θέμα.
Υπάρχει μια κοινώς παραδεκτή αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι αιώνιος. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη επίσης παραδεκτή, που λέει ότι από τον άνθρωπο δεν μένει τίποτα μετά το θάνατο.
Στον Κριναετό, δεν παραδεχόμαστε ούτε τη μια ούτε την άλλη άποψη. Παραδεχόμαστε ότι υπάρχει ζωή μετά τον υλικό άνθρωπο, όχι όμως απλά γιατί ο άνθρωπος είναι αιώνιος.
Η κοινώς παραδεκτή δοξασία που διατείνεται πως ο άνθρωπος είναι αιώνιος, δεν μπορώ να εξηγήσω που βασίζεται. Κατ’ αρχήν φαίνεται ότι είναι θρησκευτική αντίληψη. Εν τούτοις, εκείνοι που φιλοσοφούν, είναι υποχρεωμένοι να μην παραδέχονται κάτι απλά και μόνο γιατί ειπώθηκε, γιατί τότε δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να αντιγράφουν. Πρέπει να το παίρνουν, να το αναλύουν, να λεπτολογούν πάνω σ’ αυτό και σύμφωνα με την ατομική τους κρίση, να το παραδέχονται ή να το απορρίπτουν. Εγώ είχα το ατύχημα να σκεφτώ πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και κατέληξα στο ότι δεν μπορώ να παραδεχτώ πως επειδή είμαι υλικός άνθρωπος, η Δημιουργία θα έχει πάντα να με καμαρώνει.
Αυτή η άποψη, δεν μπόρεσε να χωρέσει στο μυαλό μου. Και απορώ πως οι άλλοι παραδέχονται έτσι αβασάνιστα πως είναι αιώνιοι …
Υπάρχει βέβαια το ζήτημα της θρησκείας κι εγώ ανήκω σε μια θρησκεία, όπως και οι άλλοι, πάλι όμως θα σκεφτώ, έστω κι αν μου το λέει η θρησκεία.
Η ταπεινοφροσύνη μου με κάνει να μην μπορώ να παραδεχτώ πως είμαι αιώνιος.
Για μένα η αιωνιότητα πρέπει να είναι μια κατάσταση ή αρετή, η οποία δεν ανήκει σε οποιονδήποτε άνθρωπο.
Προσπαθήστε να καταλάβετε τι θα πει αιωνιότητα:
Πάρτε μια εγκυκλοπαίδεια και διαβάστε πώς ερμηνεύει την αιωνιότητα. Άμα το διαβάσετε πιστέψτε με πως δεν θα έχετε καθόλου προοδεύσει.
Εάν δεν σκεφτείτε, εάν δεν ιδρώσετε και εάν δεν κοπιάσετε, η αιωνιότητα θα είναι πάντα χωρίς έννοια για σας, θα είναι μια λέξη κενή που θα νομίζετε πως την κατέχετε.
Εάν φύγουμε όμως από το αφηρημένο επίπεδο και κατέβουμε στο συγκεκριμένο, τότε θα βρούμε ίσως κάποια πιο ικανοποιητική λύση. Σας συνιστώ δε, κάθε φορά που έχετε να λύσετε διάφορα ζητήματα, καλό θα είναι να τα μεταφέρετε πρώτα στο συγκεκριμένο επίπεδο και κατόπιν να γυρίζετε στο αφηρημένο, με τα εφόδια που θα σας επιτρέπουν να λύνετε πιο εύκολα τα ζητήματα που σας απασχολούν.
Αφθαρσία λοιπόν, θα είναι ο όρος που ταιριάζει σε κάτι το υλικό και που θ’ αντιστοιχεί με την αιωνιότητα στο πνευματικό.
Τι είναι το άφθαρτο; Άφθαρτο θεωρούμε στο υλικό επίπεδο κάτι που είναι απόλυτα ομοιογενές, δεν περιέχει ξένα στοιχεία, αποτελεί σώμα αναφαίρετο και μορφή που δεν επιδέχεται καμιά αλλοίωση.
Άφθαρτο δεν είναι εκείνο που δεν παύει να υπάρχει. Τα άφθαρτα σώματα είναι εκείνα που δεν μπορούν να υποστούν καμιά αλλοίωση, εκείνα που δεν έχουν ξένα στοιχεία στην οντότητά τους.
Άρα, η αντίληψη περί αφθαρσίας, όταν την καθορίσουμε έτσι, συνεπάγεται την αντίληψη της τελειότητας. Δεν μπορεί δηλαδή κάτι να είναι άφθαρτο χωρίς να είναι ταυτόχρονα και τέλειο. Γιατί ό,τι δεν είναι τέλειο, υπόκειται σε εξέλιξη και ό,τι υπόκειται σε εξέλιξη, σημαίνει ότι περιέχει στοιχεία ξένα, υποκείμενα σε φθορά. Το άφθαρτο είναι ταυτόχρονα και τέλειο. Γι’ αυτό, η αφθαρσία και η τελειότητα είναι απολύτως συνδεδεμένες μεταξύ τους και δεν μπορούμε να μιλάμε για το ένα, χωρίς να έχουμε υπόψη μας και το άλλο.
Όταν κάτι είναι άφθαρτο, σημαίνει πως είναι τέλειο και ό,τι είναι τέλειο, είναι και άφθαρτο.
Εάν έτσι πρόχειρα, χωρίς να εμβαθύνουμε και πολύ, καθορίσουμε την αφθαρσία και την τελειότητα και τις μεταφέρουμε στο ανθρώπινο επίπεδο, μπορούμε να πούμε πως ο άνθρωπος έχει χαρακτηριστικά αφθαρσίας και τελειότητας ;
Τι το άφθαρτο και τέλειο έχουμε; Το σώμα μας; Ξέρουμε πως είναι φθαρτό. Τι μένει τότε; Μένει το πνεύμα μας. Μπορεί το πνεύμα άραγε να έχει τα χαρακτηριστικά του άφθαρτου και του τέλειου;
Δεν μπορώ να παραδεχτώ πως υπάρχει άνθρωπος ειλικρινής και καλής πίστης, που μπορεί να υποστηρίξει μια τέτοια άποψη.
Το πνεύμα μας, που εξακολουθητικά κάνει λάθη, μετανοώντας συνεχώς για ό,τι κάνει και που μόνο αναλαμπές έχει, που άραγε κρύβει τα χαρακτηριστικά της τελειότητας και της αφθαρσίας;
Εφόσον γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε ευχαριστημένοι από τις πράξεις μας, εφόσον γνωρίζουμε πως το πνεύμα μας είναι ατελές, πώς μπορούμε να πούμε πως είναι κάτι το αιώνιο, το οποίο οπωσδήποτε θα διατηρείται πάντα; Με τι στοιχεία, με τι αρετές;
Το πνεύμα δεν μπορεί να είναι αιώνιο, όταν δεν συγκεντρώνει όλες εκείνες τις αρετές και τις συνθήκες της τελειότητας που θα του εξασφαλίσουν την αιωνιότητα. Γι’ αυτό ακριβώς δεν παραδέχομαι ότι ο άνθρωπος είναι αιώνιος.
Υποθέτω ότι η πλάνη οφείλεται στο εξής: Όσοι παραδέχονται συνύπαρξη του πνεύματος, το χαρακτηρίζουν σαν κάτι που δεν είναι υλικό. Λένε δε, ότι το σώμα μας είναι υλικό, γνωρίζοντας πως είναι φθαρτό και θνητό. Συμπεραίνουν λοιπόν, πως ό,τι είναι πνευματικό, δεν είναι υλικό, άρα δεν είναι φθαρτό, δεν είναι θνητό, είναι άρα αιώνιο. Αλλά αυτό δεν είναι φιλοσοφία, γιατί ο άνθρωπος και το πνεύμα, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Θυμάμαι, όταν ήμουν ακόμα νεαρός και παρακολουθούσα το Τάγμα, οι ταγματικές αλήθειες με ενθουσίαζαν, τόσο εμένα, όσο και τους φίλους μου, που πολλές φορές στις συζητήσεις μας παραφερόμαστε, υποστηρίζοντας πότε τη μία ή πότε την άλλη άποψη. Στο τέλος καταλήγαμε στον Διδάσκαλό μας το Δώρο και του ζητούσαμε τη γνώμη του για να λύσουμε τις απορίες μας. Όταν γινόταν αυτό, θυμάμαι το βλέμμα με το οποίο μας κοιτούσε, ένα βλέμμα ειρωνικό αλλά και διερευνητικό και μας έλεγε: «Όλα αυτά που λέτε είναι σωστά, είναι πολύ σωστά, μόνο σας διαφεύγει μια μικρή, μια πολύ μικρή λεπτομέρεια».
Έτσι γενικώς γίνεται. Εμείς οι άνθρωποι, βλέπουμε τα πολύ χονδρά πράγματα και παραλείπουμε τις μικρές λεπτομέρειες. Κάποιες μικρές αποχρώσεις μας διαφεύγουν κι έτσι δεν κατορθώνουμε να βγάζουμε ποτέ τα σωστά συμπεράσματα. Π.χ. για το πνεύμα, λέμε πως δεν είναι ύλη και αρκούμαστε σ’ αυτό. Καταλαβαίνετε ότι έτσι δεν χαρακτηρίζουμε το πνεύμα αλλά απλώς παίρνουμε μια άρνηση. Επειδή δε, θεωρούμε συνυφασμένη την έννοια του πνεύματος με την αιωνιότητα και επειδή παραδεχόμαστε πως ο άνθρωπος έχει πνεύμα, εύκολα και πρόχειρα βγάζουμε το συμπέρασμα ότι εφόσον ο άνθρωπος είναι πνευματικός εφόσον έχει πνεύμα, μοιραία είναι και αιώνιος.
Σ’ αυτή όμως τη μικρή λεπτομέρεια υπάρχει η πλάνη. Μπορούμε να κάνουμε τη σκέψη ότι αν το πνεύμα είναι αιώνιο, δεν δικαιολογεί καθόλου πως και η πνευματική μορφή, δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να είναι αιώνιος.
Αυτό θα πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε κάπως διαφορετικά και να μεταφέρουμε πάλι από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο την απορία μας. Το χαρακτηριστικό της αιωνιότητας στην ύλη, το αποδώσαμε στην αφθαρσία. Αν όμως εξετάσουμε τι είναι ύλη, αμέσως θ’ αντιληφθούμε ότι μας είναι άγνωστη.
Τι είναι ύλη; Ούτε εμείς, ούτε οι φιλόσοφοι, ούτε οι επιστήμονες, ούτε οι θεολόγοι ξέρουν. Εκείνο που διαπιστώνουμε, είναι ότι αυτό που λέμε ύλη, δηλαδή τα ζώα, τα μέταλλα, οι αστέρες, οι ήλιοι και οι διάφορες άλλες υλικές μορφές, προέρχονται και πηγάζουν από μια πηγή κοινή. Ξέρουμε δε ότι αυτή η πηγή είναι η Αρχή Ύλη. Η Αρχή Ύλη υπάρχει εξακολουθητικά και δεν λείπει ποτέ, παρ’ όλο ότι οι μορφές που συγκροτούνται απ’ αυτή την Αρχή, παραμένουν επί ένα διάστημα και μετά αποσυντίθενται. Η Ύλη, σαν Αρχή λοιπόν, συνεπάγεται και την αιωνιότητα.
Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι αφού η Ύλη σαν Αρχή υπάρχει, αναγκαστικά και οι μορφές που προέρχονται, θα είναι αιώνιες γιατί ξέρουμε καλά ότι οι μορφές έρχονται και φεύγουν, ενώ η Αρχή Ύλη παραμένει. Το ανθρώπινο σώμα για παράδειγμα, είναι μια υλική μορφή που συγκροτείται, ζει 5, 10, 40, 50 χρόνια και μετά αποσυντίθεται και πεθαίνει. Ξέρουμε πολύ καλά πως το σώμα μας δεν είναι αιώνιο. Έτσι και όλες οι άλλες υλικές μορφές συγκροτούνται επί ένα χρονικό διάστημα και μετά φεύγουν, η υλική όμως Αρχή παραμένει.
Έτσι και για το πνεύμα. Μπορούμε να παραδεχτούμε το Πνεύμα σαν Αρχή αιώνια και άφθαρτη.
Από το πνεύμα αυτό παράγονται μορφές. Οι μορφές αυτές είναι εφήμερες και συγκροτημένες προσωρινά. Για ποιο λόγο θα είναι αιώνιες; Μήπως γιατί παράγονται από μορφή αιώνια; Εάν είναι αυτό το επιχείρημα, καταλαβαίνετε πως είναι πολύ πρόχειρο.
Το πνεύμα είναι ίσως το μόνο πράγμα που υπάρχει. Εάν όμως είναι αιώνιο, αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως κι εμείς οι άνθρωποι, σαν μορφές που προέρχονται από την Αρχή Πνεύμα, θα είμαστε αιώνιοι. Γιατί άλλο πράγμα είναι η Αρχή και άλλο οι μορφές που δημιουργούνται απ’ αυτήν.
Εδώ έρχεται και μια άλλη σκέψη. Πολύς κόσμος νομίζει πως το πνεύμα, όπως και η ύλη, είναι μονομερή και ομοιογενή, πως είναι δηλαδή ένα και μόνο πράγμα. Νομίζει π.χ. πως ο άνθρωπος, σαν πνεύμα είναι κάτι το ομοιογενές.
Για να εξετάσουμε όμως αυτό, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το ζήτημα της Μονάδας. Τι είναι ΜΟΝΑΔΑ;
Όταν ο άνθρωπος λέει Μονάδα, νομίζει πως είναι ένα και μόνο πράγμα όπως ο αριθμός 1. Αντίθετα όμως, κάθε Μονάδα, πρέπει να αποτελείται από πολλά πράγματα. Διαφορετικά, δεν μπορεί να είναι Μονάδα. Ένα πράγμα μόνο δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Εάν η Πνευματική Μονάδα του ανθρώπου είναι Μονάδα, σημαίνει ότι είναι ένα συγκρότημα που αποτελείται από διάφορες αρετές, άρα αφού συγκροτείται, μπορεί και να διαλύεται.
Το πνεύμα όμως είναι συγκρότημα; Πώς μπορούμε να το διαπιστώσουμε: για να είναι κάτι μια μονάδα, πρέπει ν’ αποτελείται τουλάχιστον από τρία πράγματα, από τρεις δραστηριότητες, ποτέ από μία ή δύο. Με μια ή δύο γραμμές, δεν μπορούμε να κάνουμε ένα γεωμετρικό σχήμα. Με την Τρίτη όμως, την ενωτική, συμπληρώνουμε μια γεωμετρική μορφή.
Το ανθρώπινο πνεύμα, μας εκδηλώνεται σαν μια δραστηριότητα, κάθε άλλο παρά μονόπλευρη και μονομερής.
Είναι σε θέση να εκδηλώσει και ν’ αναπτύξει μια ποικίλη δραστηριότητα. Κρίνοντας λοιπόν, από τις εκδηλώσεις του αυτές, παίρνουμε ιδέες όχι για τη φύση του, γατί δεν μας είναι δεδομένο, αλλά για τη μορφή της συγκρότησης που έχει και για τις δυνατότητές του.
Το πνεύμα, φαίνεται να έχει τρεις διακεκριμένες αρετές: τη Φαντασία, τη Θέληση και την Ισχύ. Δηλαδή, αυτό που αποκαλούμε πνεύμα ανθρώπινο , δεν μπορεί να εκδηλώνεται σαν τέτοιο, παρά μόνο όταν διαθέτει μια δραστηριότητα, τη Φαντασία που έχει σαν αποτέλεσμα ενέργειας να συλλαμβάνει. Κατά δεύτερο λόγο, να διαθέτει μια άλλη δραστηριότητα, τη Θέληση, για να προσδιορίζει και να καθορίζει και τέλος να διαθέτει μια τρίτη δραστηριότητα, την Ισχύ για να εκτελεί ό,τι η Φαντασία συνέλαβε και η Θέληση καθόρισε και προσδιόρισε.
Κανένας πνευματικός άνθρωπος δεν μπορεί να εκδηλωθεί και να θεωρηθεί σαν τέτοιος, εάν δεν διαθέτει τα τρία αυτά χαρακτηριστικά. Με τη Φαντασία θα σκέπτεται και θα συλλαμβάνει, με τη Θέληση θα βεβαιώνει και προσδιορίζει και με την Ισχύ θα δρα, θα ενεργεί και θα εκτελεί.
Κατά συνέπεια, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι ο άνθρωπος έχει τρεις πνευματικές δραστηριότητες, βασικές και απαραίτητες, χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να είναι πνευματικός άνθρωπος.
Μπορούμε λοιπόν, να φύγουμε από τη μεγάλη ασάφεια που περικλείει ο όρος πνεύμα και να εντοπίσουμε ότι το πνεύμα του ανθρώπου, είναι σύνολο που διαθέτει και συγκεντρώνει τουλάχιστον τρεις βασικές δραστηριότητες: Τη Φαντασία, τη Θέληση και την Ισχύ. Είναι μια διαπίστωση εύκολη και προσιτή σε όλο τον κόσμο.
Δεν αρκεί όμως να διαπιστώνουμε ένα πράγμα. Για να συμπληρώσουμε το πρώτο συμπέρασμα, πρέπει να προχωράμε στο δεύτερο.
Όταν λοιπόν λέμε ότι το πνεύμα διαθέτει τρεις τουλάχιστον δραστηριότητες, τι εννοούμε άραγε; Και τι συνεπάγεται αυτό;
Συνεπάγεται το εξής πρώτο συμπέρασμα. Εφ’ όσον διαθέτει τρεις τουλάχιστον δραστηριότητες, σημαίνει ότι είναι μια μονάδα σύνθετη, είναι μεν ένα αλλά αποτελείται από τρία διαφορετικά πράγματα. Κατά συνέπεια, το ανθρώπινο πνεύμα είναι συγκρότημα, είναι μορφή πνευματική, που συγκροτήθηκε , γιατί αυτό δείχνει η διαπίστωση που κάναμε.
Εάν θέλετε δε να λεπτολογήσουμε, μπορούμε να κάνουμε και μερικές άλλες βοηθητικές σκέψεις.
Εάν εγκαταλείψουμε για λίγο το ανθρώπινο πνεύμα και διερωτηθούμε τι είναι το πνεύμα αυτό καθαυτό, μια είναι η απάντηση που θα πάρουμε στη ερώτημά μας. Το πνεύμα είναι δύναμη. Ποιο είναι το κύριο χαρακτηριστικό της δύναμης; Ασφαλώς η κίνηση. Είναι παράξενο ακόμα και να φανταστεί κανείς δύναμη που δεν κινείται. Η δύναμη λοιπόν, έχει σαν αναπόσπαστο κατηγόρημα την κίνηση. Η Δύναμη που χαρακτηρίζεται από την κίνηση, μπορεί να έχει πολλές και διαφορετικές κινήσεις που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και αντιπροσωπεύουν η κάθε μια, διαφορετική δραστηριότητα.
Όταν επανέλθουμε στο ανθρώπινο πνεύμα, τότε δεν λέμε τίποτε άλλο, παρά ότι το πνεύμα του ανθρώπου είναι μια πνευματική μορφή, που συγκροτήθηκε από τη σύνθεση τριών διαφορετικών κινήσεων, που είναι η Φαντασία, η Θέληση και η Ισχύς. Σημειώστε δε, ότι δεν είναι ένα και το αυτό πράγμα με διαφορετικούς σκοπούς. Άρα, το πνεύμα άνθρωπος, είναι μια μορφή με τρεις διαφορετικές δραστηριότητες, η οποία (μορφή) συγκροτείται και δημιουργείται. Το ανθρώπινο πνεύμα δηλαδή, δεν είναι άναρχο.
Γνωρίζουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο, που σημαίνει ότι του έδωσε ύπαρξη, γέννηση και κατά συνέπεια ο άνθρωπος είναι μορφή πνευματική, που κάποτε δημιουργήθηκε.
Εκείνο που μας ενδιαφέρει, είναι να προσέξουμε ότι το ανθρώπινο πνεύμα είναι μορφή συγκροτημένη από τρία τουλάχιστον πράγματα και ότι χρειάζεται συνεργασία των τριών αυτών κινήσεων για να το αποκαλούμε πνεύμα. Βλέπουμε λοιπόν, ότι σκεπτόμενοι ανεπηρέαστα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος πνεύμα είναι μια μορφή συγκροτημένη και δεν βλέπω για ποιο λόγο δεν πρέπει να υφίσταται την επίδραση γενικών νόμων της Δημιουργίας. Δηλαδή το νόμο της εξέλιξης και της φθοράς. Ας προσέξουμε όμως στο εξής σημείο : Εφ’ όσον δηλαδή μια μορφή αποτελείται από κινήσεις αιώνιες, θα υπάρχει όσο υπάρχουν οι συνθήκες που εξασφαλίζουν την ένωσή τους.
Να φέρουμε ένα παράδειγμα υλικό. Η γη στρέφεται γύρω από ένα κέντρο, τον ήλιο. Κατά την περιστροφή της γύρω από τον ήλιο, η γη εκτελεί μια τροχιά. Η τροχιά αυτή αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια μορφή. Η μορφή αυτή, δηλαδή η τροχιά, θα εξακολουθεί να υπάρχει, όχι όσο υπάρχει η γη αλλά όσο οι συνθήκες που συντελούν στο να στρέφεται η γη αλλά και όσο θα υπάρχουν οι συνθήκες που συντελούν στο να στρέφεται η γη. Οι συνθήκες αυτές, είναι η κεντρομόλος και η κεντρόφυγη δύναμη, που φέρνουν τη γη άλλοτε κοντά στον ήλιο και άλλοτε την απομακρύνουν. Αυτές οι δύο συνθήκες, της επιτρέπουν να εκτελεί την τροχιά της. Όταν η κεντρομόλος και η κεντρόφυγη πάψουν να δρουν, η τροχιά θα πάψει να γίνεται, γιατί οι συνθήκες σταμάτησαν. Άρα, μπορούμε να πούμε ότι η τροχιά της γης, δεν εξαρτάται από την ύπαρξή της αλλά από τις συνθήκες που της επιτρέπουν να εκτελεί την τροχιά αυτή. Βέβαια αυτό δεν ανταποκρίνεται προς το πνευματικό επίπεδο αλλά οπωσδήποτε είναι ανάλογο.
Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, και οι τρεις δραστηριότητες του πνεύματος, που ενώνονται με βάση ορισμένες συνθήκες για ν’ αποτελέσουν τον πνευματικό άνθρωπο, εξασφαλίζονται εφ’ όσον υπάρχουν οι συνθήκες αυτές. Όταν πάψουν να υπάρχουν, μοιραία η συνένωση σταματά, οπότε και η πνευματική μορφή αποσυντίθεται, διαλύεται και τα στοιχεία της επανέρχονται στην αρχική τους πηγή από την οποία προήλθαν.
Κάνουμε αυτές τις σκέψεις για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι και το πνεύμα, παρά το γεγονός ότι δεν είναι υλικό συγκρότημα, μπορεί αφ’ ενός μεν να μορφολογείται, αφ’ ετέρου δε να αποσυντίθεται ή μάλλον να διαλύεται. Ανάλογα δηλαδή με το υλικό.
Φτάνοντας μέχρι εδώ, είμαστε πιο κατατοπισμένοι για να μιλήσουμε για τη ζωή μετά θάνατο, που για πολλούς είναι ένα είδος εφιάλτη και που θα ήταν πολύ ευτυχισμένοι εάν βεβαιώνονταν.
Αφού λοιπόν εξετάσαμε όσα αφορούν την πνευματική μορφή, μας μένει να εξετάσουμε ένα άλλο επίπεδο.
Οι διάφορες θεωρίες που πραγματεύονται την μετά θάνατο ζωή, είναι πολλές.
Εξετάζοντας, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα εξής :
Πρώτα-πρώτα η θεωρία που λέει και διατείνεται ότι μετά θάνατο δεν υπάρχει τίποτα. Ότι το παν χάνεται και εκμηδενίζεται.
Δεύτερο, η θρησκευτική θεωρία που παραδέχεται ότι ο άνθρωπος, ανάλογα με τις πράξεις του, πηγαίνει ή στον παράδεισο, όπου έχει παντοτινή και αιώνια ευτυχία ή στην κόλαση, όπου υφίσταται αιώνια τιμωρία.
Τρίτο, υπάρχει μια άλλη θεωρία, οι Καθολικοί π.χ. που πιστεύουν ότι μετά θάνατο, οι άνθρωποι ανάλογα με το στάδιο πώρωσης που βρίσκονται, ανάλογα δηλ. με τα αμαρτήματα που έκαναν, εάν είναι αλαφρά πηγαίνουν σε μια προσωρινή κόλαση και αφού τιμωρηθούν για ένα διάστημα, μικρό ή μεγάλο, περνούν στον παράδεισο. Δίπλα σ’ αυτούς βέβαια, υπάρχουν και οι βαρυποινίτες που πηγαίνουν στην κόλαση κι εκεί μένουν για πάντα.
Τέταρτο, υπάρχει και μια ακόμα αρκετά διαδεδομένη θεωρία, οι λεγόμενοι Θεοσοφιστές και η Εταιρεία τους, που αποκαλείται νόμος του κάρμα και είναι ινδικής προέλευσης. Κατ’ αυτή τη θεωρία, ο άνθρωπος πεθαίνοντας μετενσαρκώνεται και επανέρχεται στη γη εξακολουθητικά μέχρι να τελειοποιηθεί. Όποιος αμάρτησε στην πρώτη ζωή π.χ. με τα αμαρτήματα της αλαζονείας, μετενσαρκώνεται σε ταπεινό ον ή έστω σε ζώο. Έτσι, ανάλογα με τα αμαρτήματα που έκανε, μετενσαρκώνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να «τριφτεί η μούρη του » που λένε. Αυτό δε, κρατάει επ’ άπειρον μέχρι να γίνει αθάνατος.
Όλες αυτές οι θεωρίες, είναι αρκετά διαδεδομένες. Άλλος έχει ασπαστεί τη μία και άλλος την άλλη κι έτσι έχουν χωριστεί σε διάφορες ομάδες.
Εάν τώρα, θελήσουμε να εξετάσουμε, επιφανειακά έστω, αυτές τις θεωρίες, μπορούμε να τις κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες :
Η πρώτη, εκείνη που διατείνεται ότι δεν υπάρχει τίποτε μετά θάνατο, δεν μας ενδιαφέρει και την αγνοούμε. Εμείς έχουμε θεωρίες, ιδέες και διδασκαλία, που τα βασίζουμε όλα σε κάτι που λέγεται πνευματικός κόσμος.
Με την υλιστική αυτή θεωρία, δεν διαφωνούμε αυθαίρετα και δογματικά αλλά την κρίνουμε και έχουμε κατορθώσει να πείσουμε, αν όχι τους άλλους, ωστόσο τους εαυτούς μας, με αποδείξεις και επιχειρήματα, ότι υπάρχει πνευματικός κόσμος. Κατά συνέπεια, δεν μας ενδιαφέρει και την απορρίπτουμε τελεσίδικα.
Για τις άλλες θεωρίες που διατείνονται πως οι «καλοί» θα έχουν και ανάλογο τίμημα και οι «κακοί» τιμωρία, λέμε το εξής: Η παντοτινή τιμωρία είναι ένα πράγμα που δύσκολα παραδέχεται ο νους του ανθρώπου, γιατί αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν εκείνος που συνέλαβε να το κάνει, να δέχεται τέτοια κατάσταση;
Ακόμα κι εμείς οι ελαττωματικοί, όταν τον πιο μεγάλο εχθρό μας τον βάλουν σε ένα καζάνι να ψήνεται, την πρώτη μέρα ίσως να είμαστε ευχαριστημένοι. Το ίδιο τη δεύτερη ή την τρίτη. Την τέταρτη όμως, δεν θα ανεχθούμε αυτή την κατάσταση και θα μας είναι αδύνατον να βλέπουμε, ακόμα και τον πιο μεγάλο μας εχθρό, να υφίσταται αυτό το μαρτύριο στον αιώνα τον άπαντα, μέσα στο αιώνιο αυτό μαρτύριο.
Εμείς, επαναλαμβάνω οι ελαττωματικοί, δεν μπορούμε να το παραδεχτούμε αυτό, πώς λοιπόν το ταυτίζουμε με την ανωτερότητα του Δημιουργού; Εκείνος που μας δημιούργησε, να μας βασανίζει και να κάθεται να μας βλέπει; Ύστερα, πώς είναι δυνατόν να μας θεωρεί εχθρούς του ο Δημιουργός μας;
Είναι μια κατάσταση την οποία ο νους και η ψυχή μας δεν ανέχονται και θίγει την ανωτερότητα και την τελειότητα του Δημιουργού.
Αλλά αναρωτιέται κανείς πάλι, τι σκοπό να έχει η παντοτινή και αδιάκοπη τιμωρία. Είναι τελείως άσκοπη, γιατί αυτοί που τιμωρούνται και βασανίζονται αιώνια, θα μείνουν πάντοτε στάσιμοι και δεν θα μπορούν να υποστούν καμία εξέλιξη. Ακόμα και από φιλοσοφική άποψη, η θεωρία αυτή είναι αντίθετη με την υφή και την τελειότητα του Δημιουργού αλλά και με την σκοπιμότητα της Δημιουργίας.
Με την αιώνια αυτή καταδίκη, καταστρατηγείται η εξέλιξη και καταδικάζονται οι άνθρωποι να μένουν ανεξέλικτοι και στάσιμοι, πράγμα που δεν συμβαδίζει με την τελειότητα και τη σκοπιμότητα που χαρακτηρίζει το Απόλυτο του Δημιουργού. Γι΄ αυτό η θεωρία αυτή, δεν μας ικανοποιεί.
Η τέταρτη τέλος, η ινδική, είναι η πιο απατηλή.
Σύμφωνα με αυτή, ο άνθρωπος ενσαρκώνεται εξακολουθητικά και επανερχόμενος, τελειοποιείται.
Μου φαίνεται πως η θεωρία αυτή αμαρτάνει από τις βάσεις της, για τον εξής λόγο: Όταν ο άνθρωπος πνεύμα δημιουργείται, έχει όλες τις πνευματικές δυνητικότητες, όλα τα στοιχεία και όλες τις συνθήκες εκείνες που θα του επιτρέψουν να εκτελέσει τον προορισμό του. Με τον ερχομό του όμως στο υλικό επίπεδο σκλαβώνεται, οπότε δημιουργείται μεταξύ πνεύματος και υλικού κόσμου μια πάλη.
Εφ’ όσον το πνεύμα δεν παραμένει ανώτερο, δεδομένου ότι οι υλικοί νόμοι το καταστρατηγούν, τότε αν δεν κατορθώσει να νικήσει, δεσμεύεται από την ύλη να εκτελεί το νόμο της και όχι το δικό του νόμο, με συνέπεια να μολύνεται.
Όταν πεθαίνει ο άνθρωπος ανεξέλικτος και βεβαρημένος, είναι μολυσμένος και πολύ λιγότερο καθαρός από τον καιρό που ήρθε. Γιατί, ενώ κατεβαίνει καθαρός, ζώντας άσχημα επί 40,50,60 χρόνια, μολύνεται και συν-αποκομίζει φεύγοντας στοιχεία φθαρτά.
Όταν λέμε μολύνεται, δεν πρέπει να εννοούμε ότι παίρνει κομμάτια ύλης μαζί του, αλλά ότι τα στοιχεία που δεν είναι ομοιογενή, δέχονται στοιχεία ξένα που δεν τους επιτρέπουν τη συνοχή της πνευματικής μορφής.
Όταν λοιπόν, ο άνθρωπος ζήσει την πρώτη ζωή και φύγει, εάν δεν είναι τέλειος, συν-αποκομίζει ξένα στοιχεία, κατώτερα και βρίσκεται σε πολύ μειονεκτική θέση.
Κατά το νόμο του κάρμα, ο άνθρωπος ξανα-προβάλλεται όπως είναι στη Δημιουργία για δεύτερη φορά.
Τι γίνεται τότε; Έρχεται πιο μειονεκτικός από την πρώτη φορά και επειδή δεν είναι μόνος του, έχει και άλλους επίσης μειονεκτικούς. Τη δεύτερη φορά δηλαδή, έρχεται μειονεκτικότερος και σε περιβάλλον πιο μειονεκτικό.
Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι 100 άνθρωποι που ήρθαν στη γη αγνοί και καθαροί, φεύγουν και οι 100 μολυσμένοι, ο καθένας βρίσκεται σε περιβάλλον χειρότερο από την πρώτη φορά, γιατί ενώ την πρώτη φορά ήταν όλοι καθαροί, αυτή τη φορά είναι όλοι μολυσμένοι.
Οπότε αναρωτιέται κανείς: Την πρώτη φορά που είμαστε 100% αγνοί δεν τα καταφέραμε, τη δεύτερη φορά που είμαστε μολυσμένοι, έστω και λίγο, με βάση ποιο λογικό νόμο θα τα βγάλουμε πέρα;
Απεναντίας, εάν την πρώτη φορά επιστρέψει μολυσμένος κατά 30%, τη δεύτερη φορά μοιραία θα επιστρέψει κατά 60%. Φανταστείτε τώρα να έρθει και τρίτη φορά. Ασφαλώς θα πρέπει να γυρίσει ακόμα μειονεκτικότερος. Ο νόμος αυτός της εξακολουθητικής μετενσάρκωσης, υποβοηθά να πολλαπλασιάζει τις αδυνατότητες με τρόπο ώστε να τις φέρει στο μηδέν. Η λογική δε συνέπεια είναι ότι έτσι καταστρατηγείται το έργο της δημιουργίας, υποβοηθείται η ελαττωματικότητα και αποκλείεται κάθε δυνατότητα εξέλιξης.
Γι’ αυτό κι αυτή η θεωρία δεν στέκει. Φαινομενικά μπορεί να μας επαναπαύει αλλά εξετάζοντάς την αμερόληπτα, βλέπουμε πως αφαιρεί τη δυνατότητα εξέλιξης.
Όλες αυτές οι θεωρίες, δεν αποκλείεται να κρύβουν κάποια αλήθεια. Φαίνεται όμως ότι αυτές οι αλήθειες έχουν παρερμηνευτεί.
Σκοπός της Δημιουργίας δεν μπορεί να είναι η τιμωρία.
Ένα τέτοιο πράγμα, είναι πολύ κοινό. Τόσο κοινό που μόνο άνθρωποι μπορούσαν να το συλλάβουν. Η τιμωρία είναι ένα πράγμα στείρο γιατί είναι αντίθετη προς κάθε πνευματική σκοπιμότητα, συνεπάγεται δε και τη στασιμότητα.
Σκοπός της Δημιουργίας είναι η εξέλιξη όλων των μορφών που την αποτελούν.
Αυτό δεν είναι απόφθεγμα, δεν είναι δόγμα, το βλέπουμε με τα μάτια μας συνεχώς.
Τα πάντα από τη στιγμή που έγινε η Δημιουργία, εξελίσσονται. Ανοίξτε ένα οποιοδήποτε εγχειρίδιο και θα το δείτε.
Η Γη αλλιώς ήταν προ αμνημονεύτων χρόνων και εξακολουθητικά εξελίσσεται. Κατά συνέπεια, η εξέλιξη υπάρχει, είναι κάτι χειροπιαστό, δεν είναι αποκύημα της φαντασίας.
Τόσο η Δημιουργία στο σύνολό της, όσο και τα διάφορα μέρη της εξελίσσονται. Και η Δημιουργία και τα πλάσματα και τα φυτά, τα ορυκτά και το ζωικό βασίλειο, εάν τα μελετήσουμε θα διαπιστώσουμε ότι όλα ακολουθούν την εξέλιξη.
Ο Νόμος της εξέλιξης είναι νόμος που αποδεικνύει την ύπαρξη της Θεότητας.
Όπως και να έχει, δεν μπορεί ούτε στο υλικό επίπεδο, ούτε στο πνευματικό να έχει θεσπιστεί κανένας νόμος που να σταματά τον πρώτο σκοπό της Δημιουργίας. Θα ήταν αντίθετο και ασυνέπεια που δεν ταιριάζει και δεν συμβιβάζεται με την απόλυτη σοφία και τελειότητα του Δημιουργού. Μια τέτοια άποψη θα ήταν «λακτίσματα προς τα κέντρα», σαν να αναιρώ εκείνο που έκανα. Γι’ αυτό και θεωρία της παντοτινής τιμωρίας δεν στέκει γιατί αντιτίθεται προς την εξέλιξη της Δημιουργίας και του ανθρώπου, ο οποίος είναι μέρος της Δημιουργίας.
Άρα, πρέπει όλοι οι νόμοι που θεσπίστηκαν, να βοηθούν και να εξυπηρετούν την εξέλιξη. Κάθε φορά δε που ανακαλύπτουμε κάποιο νόμο ο οποίος σταματά την εξέλιξη, πρέπει να γινόμαστε πολύ σκεπτικοί γιατί κατά πάσα πιθανότητα ο νους μας λαθεύει.
Εμείς στον Κριναετό, προβάλλουμε μια θεωρία που δεν απέχει και πολύ από τις προηγούμενες. Ερμηνεύουμε τις βάσεις των άλλων θεωριών με τρόπο διαφορετικό, έτσι ώστε η ερμηνεία να επιβεβαιώνει το νόμο της εξέλιξης και της δικαιοσύνης.
Λέμε λοιπόν, ότι όταν ο άνθρωπος κατορθώσει να τελειοποιηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του στη γη, τότε αυτός ο άνθρωπος, μετά τον υλικό θάνατο, παραμένει πάντοτε αθάνατος έχοντας κατακτήσει την αιωνιότητα με τη δημιουργία της προσωπικότητάς του.
Όταν όμως δεν κατορθώσει να τελειοποιηθεί, τότε μετά το θάνατο έρχεται αντιμέτωπος με τη δραστηριότητα ορισμένων νόμων. Αυτοί επιδρούν επάνω του και βρίσκοντας στοιχεία ξένα και ανομοιογενή προς την πνευματική του υπόσταση, τον υποβάλλουν σε μια πνευματική κάθαρση. Υποβάλλεται στην κάθαρση του πυρός που αποσυνθέτει και αφαιρεί όλα τα μέρη που δεν έχουν τελειοποιηθεί και μετά, αφού συμπληρωθεί, ανασυγκροτείται σε μια νέα, καθαρή και αγνή μορφή για ν’ αρχίσει τον αγώνα της. Με τη μόνη διαφορά ότι η νέα αυτή προσωπικότητα δεν έχει τίποτα από τον παλιό άνθρωπο, δεν είναι ούτε ο Παύλος, ούτε η Μαρίκα.
Υπάρχει βέβαια ένα απρόσωπο μέρος της παλιάς μορφής, συνολικά όμως είναι ένας νέος και αγνός άνθρωπος, που δημιουργήθηκε όπως και ο πρώτος για ν’ αρχίσει μια νέα προσπάθεια και νέο αγώνα. Εάν πάλι δεν τα καταφέρει, θα υποστεί μια νέα κάθαρση μέχρι να γίνει τέλειος και ν’ αποκτήσει την αιωνιότητα.
Την πρώτη φορά ήταν 100% αγνός και αλλά τελείως άπειρος, τη δεύτερη φορά είναι πάλι 100% αγνός αλλά έχει και 50% πείρα. Άρα ο αγώνας είναι ευκολότερος. Την τρίτη φορά θα είναι 75% και 25% άπειρος, οπότε θα έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα. Έτσι, την 5η ή 6η φορά, ενδεχομένως να μην επανέλθει.
Τι προκύπτει λοιπόν απ’ αυτό; Προκύπτει το εξής: Η πνευματική αρχή υφίσταται μια δοκιμασία τελειότητας που της επιτρέπει να εξελιχθεί και να εκτελέσει το σκοπό που της έταξε ο Δημιουργός. Εάν αυτό δεν κολακεύει τη γνώμη του ανθρώπου για την αιωνιότητα, δεν παίζει κανένα ρόλο. Στην πραγματικότητα έτσι είναι η κατάσταση. Εάν θέλει να είναι αθάνατος, πρέπει να εκδηλώνεται και σαν αθάνατος και όχι να δρα σαν κοινότατος θνητός.
Η κάθαρση συμβολίζεται πολύ καλά με την παραστατική εικόνα για την κόλαση κείνη του πυρός. Το «πυρ το εξώτερον» ανταποκρίνεται καλά με το νόμο της κάθαρσης και που στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για φωτιά αλλά για νόμο.
Την κάθαρση αυτή αποκαλούμε δεύτερο θάνατο και απ’ αυτόν ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθεί να φεύγει.
Οφείλω να προσθέσω και κάτι άλλο: Η κάθαρση αυτή δεν είναι τιμωρία. Απεναντίας είναι ευεργεσία, εκδήλωση της ευσπλαχνίας του Θεού. Γιατί εάν δεν υπήρχε αυτό, η σωτηρία μας θα ήταν αδύνατη, άρα δεν πρόκειται για τιμωρία αλλά για αγαθή εκδήλωση του Δημιουργού μας.
Η κάθαρση είναι φυσιολογική συνέπεια, είναι διάλυση, όχι σαν τιμωρία αλλά σαν αποτέλεσμα της φθοράς στην οποία περιήλθαν ορισμένα στοιχεία. Όπως ο υλικός θάνατος επέρχεται όχι σαν τιμωρία στον άνθρωπο αλλά γιατί διάφορα στοιχεία φθείρονται, κατά τον ίδιο τρόπο και η κάθαρση είναι η διάλυση της πνευματικής μορφής, τελείως φυσιολογική και χωρίς ίχνος τιμωρίας.
Όπως βλέπετε, το θέμα είναι αρκετά κουραστικό και ξέρω πολύ καλά ότι δεν το ανέπτυξα πλήρως. Πάντως χάραξα τις γενικές γραμμές.
Όποιος έχει όρεξη, μπορεί ν’ ασχοληθεί προσωπικά. Άλλωστε μόνο έτσι θα λυθούν κάτι τέτοια θέματα. Πρέπει μόνος του ο κάθε άνθρωπος να σκέπτεται και να βγάζει τα συμπεράσματά του γιατί τότε μόνο θα είναι σε θέση να τα καταλάβει.
Η διδασκαλία και οι διαλέξεις, μπορούν να συμπληρώσουν ένα κενό. Δεν μπορούν όμως με κανένα τρόπο να είναι κτήμα σας. Τότε μόνο θα γίνουν κτήμα σας όταν τις σκεφτείτε και τις επεξεργαστείτε μόνοι σας, διαφορετικά θα παραμένουν πάντα ξένες ιδέες που θα βάλετε δίπλα στις τόσες άλλες που έχετε αποκτήσει με τον ίδιο τρόπο.
Τι ελπίδες όμως έχουμε, μετά από τόσα που είπαμε, να μην υποστούμε τον δεύτερο θάνατο;
Η αποκρυστάλλωση της προσωπικότητάς μας είναι η μόνη εγγύηση γι’ αυτό. Είναι ένα σημείο που πρέπει να προσέξουμε. Η αποκρυστάλλωση της προσωπικότητάς μας, δεν είναι τόσο δύσκολο πράγμα όσο το φανταζόμαστε.
Αυτό μας λέει μια παρήγορη αποκάλυψη του Σεβ. Μας Διδ. Δώρου, όπου μιλάει πολύ στην ψυχή του ανθρώπου και παρόλο που είναι αποκάλυψη, παρουσιάζεται εξαιρετικά πειστική και λογική για τα μέλη του Κριναετού.
Πώς ο φτωχός άνθρωπος, ο ελαττωματικός, ο μηδαμινός και αδύνατος, θα κατορθώσει να γίνει τόσο σοφός, ώστε οι πράξεις, τα αισθήματά του και οι σκέψεις του, να είναι εν τάξει και οι πνευματικές του ιδιότητες να δρουν με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε συνοχή και να είναι αδιάσπαστος;
Είναι βέβαια ένα δίλημμα.
Πώς, μετά από 50 ή 60 χρόνια ζωής που κάναμε στη γη, θα μπορέσουμε να πούμε : «ΝΕΝΙΚΗΚΑ»; Σπάνιοι είναι οι άνθρωποι που το παίρνουν υπόψη. Οι άλλοι, οι πολλοί, είναι άραγε καταδικασμένοι να υποστούν το δεύτερο θάνατο; Δεν υπάρχει σωτηρία γι’ αυτούς;
Σε απάντηση όλων των ερωτήσεων, έρχεται η αποκάλυψη.
Από τη στιγμή που ο Θεάνθρωπος ήρθε στη γη, η παρουσία του στη δημιουργία καθόρισε την εξής άποψη για την εξέλιξη και σωτηρία του ανθρώπου: «Να μπορεί ο άνθρωπος να εξελίσσεται μονομερώς».
Ξέρετε όλοι σας ότι ο άνθρωπος αποτελείται από Σοφία και Αγάπη. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιδιώξει την εξέλιξή του με διπλό τρόπο. Μπορεί δηλ. να εξελιχθεί και μέσα από την Αγάπη και μέσα από τη Σοφία.
Η αποκάλυψη του Σεβ. Μας Διδ. Δώρου, λέει ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποκρυσταλλώσει την προσωπικότητά του και να αποφύγει τον δεύτερο θάνατο, εξελισσόμενος μόνο μέσα από την Αγάπη, χωρίς όμως να διατρέχει κανένα κίνδυνο πλέον να υποστεί το δεύτερο θάνατο.
Αυτή η εξέλιξη δεν ζητάει λύση ανώτερων προβλημάτων αλλά απόλυτη εφαρμογή όλων εκείνων που δίδαξε ο Θεάνθρωπος, όλων δηλαδή των εκδηλώσεων εκείνων που επιβάλλει η Αρχή Αγάπη.
Εφαρμόζοντας πιστά και ειλικρινά το «Αγαπάτε αλλήλους» αποκρυσταλλώνουμε την προσωπικότητά μας και αποφεύγουμε το δεύτερο θάνατο.
Κατά συνέπεια, όποιος τον υφίσταται, γιατί το θέλει και όχι γιατί δεν μπορεί. Ας το προσέξουμε λοιπόν αυτό κι ας προσπαθήσουμε.
Κανείς δεν μπορεί να μας εμποδίσει να βοηθάμε τους ανθρώπους και να είμαστε καλοί. Μόνο οι αδυναμίες και τα πάθη, μας εμποδίζουν.-
Α.Τ. Γεωργίου (17.7.1946)