ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Το λατρευτικό αίσθημα είναι φυσικό, είναι έμφυτο στον άνθρωπο γιατί εκφράζει γνήσια την Ανάγκη και την Ευλογία της Ζωής και προετοιμάζει την αφύπνιση του ανθρώπου για τη σχέση του με την πηγή του.
Η προσευχή, δίοδος επικοινωνίας και ένωσης του ανθρώπου με το ανώτερο, εξακολουθεί να είναι πάντα επίκαιρη, εξαιρετικά σε βεβαρημένους καιρούς, ακριβώς γιατί μας προσφέρει την έμπρακτη βίωση, της Ευγνωμοσύνης και της Πίστης, έως τη βεβαίωση Συν- είδησης του Είναι.
Στη συνέχεια, μπορείτε να παρακολουθήσετε την ομιλία.
Ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας, για όποιον θέλει να το δει για μια δεύτερη ματιά και περαιτέρω μελέτη!
Για την συντριπτική πλειονότητα, το προσεύχεσθαι σημαίνει την εκφορά λέξεων για την πλήρωση αναγκών και την λήψη υλικών δώρων κατά τις επιθυμίες τους από έναν ανθρωπομορφικό Θεό.
Η λέξη Προσευχή όμως, βάσει του ΕΥ-ΕΧΩ, σημαίνει να βάλω τον εαυτό μου να προσηλωθεί και να τείνει προς το ευ-καλό, ΝΑ ΤΕΙΝEI ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΚΑΛΟ !
Τα λόγια της προσευχής, είναι σαν βέλος έγραψε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αλλά το να έχει κάποιος ένα βέλος δεν αρκεί. Πρέπει επίσης να έχει ένα τόξο και ένα δυνατό μπράτσο για να τεντώσει τη χορδή του τόξου, διαφορετικά το βέλος δεν θα πλησιάσει το στόχο του.
Πρέπει λοιπόν στην προσευχή, να είναι συγκεντρωμένος, όχι μόνο ο νους, αλλά και η καρδιά μας. Και κάτι τέτοιο συμβαίνει στην αυθόρμητη προσευχή. Αυτή αναβλύζει από μέσα μας είτε σε μεγάλη χαρά, σε μια κατάσταση που νιώθουμε τη συνείδησή μας να ανοίγει και αισθανόμαστε τη ζωντανή παρουσία του Θεού, είτε σε μεγάλη απελπισία και φόβο.
Αυτές οι δυο καταστάσεις, αν και αντίθετες, παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα: μια βαθιά ειλικρινή έκκληση. Κι εδώ δεν έχουν και τόση σημασία τα λόγια που λέμε, σημασία έχει η αυθόρμητη, η πηγαία προσευχή. Διότι ακριβώς : «Λατρεία είναι ο αυθορμητισμός του ανθρώπινου συναισθήματος», διότι εκφράζει γνήσια την Ανάγκη και την Ευλογία της Ζωής και προετοιμάζει την αφύπνιση του ανθρώπου για τη σχέση του με την πηγή του.
Η λατρεία είναι δίοδος επικοινωνίας του ανθρώπου με το ανώτερο, μέσω επίκλησης, έκστασης! μαγείας!! Θεουργίας!!! Και βεβαίως μέσα από την μεγάλη δύναμη της πίστης, ως έμφυτης δυναμικής ιδιότητας του κάθε ανθρώπου αλλά κι ενός από τα μεγάλα, παγκόσμια ρεύματα της Αγάπης. Ό,τι διαφοροποιεί, και τυποποιεί αυτό το αυθόρμητο λατρευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, είναι ο δογματισμός.
Δόγμα είναι ό,τι αποκαλούμε άρθρο Πίστεως, ό,τι δεν συζητιέται. Το δόγμα όμως είναι η χρεωκοπία πάσης πνευματικής έρευνας και πάσης διανοητικής αντιλήψεως.
Εδώ λοιπόν γίνεται μια διάκριση μεταξύ λατρείας και θρησκείας, διότι η δογματική λατρεία και πίστη συνήθως δυστυχώς, γίνονται ένα εξουσιαστικό εργαλείο της ανθρώπινης ψυχής, απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Το ανθρώπινο ον, δύναται να εισέλθει στη μεγάλη και θαυμαστή κλίμακα της νομοτέλειας, η οποία φτάνει στα υψηλότερα επίπεδα, ωστόσο για πολλούς και διάφορους λόγους ο άνθρωπος περιορίζεται, για να μη πούμε εγκλωβίζεται, συνήθως μόνο σε ό,τι βλέπει, ορίζει, πιάνει, αντιλαμβάνεται και κατανοεί…
Κάπως έτσι από αυτή τη θαυμαστή νομοτέλεια των φυσικών νόμων, προσεγγίζει μόνο, ή κυρίως προς το παρόν, τους λεγόμενους στον εσωτερισμό, μηχανικούς νόμους ή νόμους αρμονίας.
Η προσευχή, ωστόσο, είναι ένα “έργο” πλήρες, σύμφωνα με την Διδασκαλία μας, διότι μέσω αυτού ο άνθρωπος δύναται και τείνει να ελκύσει προς αυτόν κάποιους υψηλότερους νόμους.
Στην Ιεραρχημένη κλίμακα της νομοτέλειας, οι νόμοι αυτοί ονομάζονται συνειδητοί νόμοι και πρωτοστατούν στη συντήρηση και την ευζωία των διασπαρμένων στο σύμπαν (ανθρωπίνων) συνειδήσεων.
Λόγω του αυτεξουσίου του όμως ο άνθρωπος μπορεί ν’ αποδεχθεί ή ν’ αποκρούσει καθετί που του προσφέρεται, γι’ αυτό και δεν μπορεί να επωφεληθεί από τις ανώτερες αρετές των συνειδητών νόμων, παρά μόνον με έναν τρόπο: αν και εφόσον τις επικαλεσθεί.
Η προσευχή δεν είναι λοιπόν πράξη παθητική, όπως διατείνονται πολλοί, αλλά πράξη εσκεμμένη της βουλήσεως του ανθρώπου. Είναι (μια) λειτουργία που χαρακτηρίζει την άυλη πνευματική φύση του ατομικού πνεύματος του ανθρώπου, δια της οποίας θέτομε τους εαυτούς μας σε κατάσταση εκκλήσεως.
Ο άνθρωπος, όσο και τα άλλα δημιουργήματα, δεν πρέπει να φοβήται τον Θεό. Η προσευχή πρέπει να είναι μειδίαμα ευχαριστίας, μια επέκταση ευγνωμοσύνης.
«Η Προσευχή είναι έργον πλήρες. Είναι η έκφρασις της ευγνωμοσύνης του ανθρώπου προς την Πηγήν πάσης ζωής και πάσης συνειδήσεως, τον Δημιουργόν Θεόν. Είναι μια συγκέντρωσις των πόθων του αιτούντος, τείνουσα να έλξη προς αυτόν τους συνειδητούς νόμους (την θείαν Πρόνοιαν) που πρωτοστατούν εις τη συντήρησιν και την ευζωίαν των εν τω σύμπαντι διεσπαρμένων συνειδήσεων (ανθρωπίνων). Η προσευχή είναι η προβολή των πόθων τούτων προς τους δυναμένους να ικανοποιήσουν αυτούς. Δι’αυτής θέτωμεν τους εαυτούς μας σε κατάσταση εκκλήσεως.
Δεδομένου δε ότι ο άνθρωπος επί της Γης κατεργάζεται μόνος του την ιδίαν αυτού ζωήν, καθ’ ο αυτεξούσιος και δυνάμενος ν’ αποδεχθή ή ν’αποκρούση παν το εις αυτόν προσφερόμενον, καθίσταται πρόδηλον ότι δεν δύναται να επωφεληθή των ανωτέρων αρετών των συνειδητών νόμων ειμή μόνον αν και εφ’όσον τας επικαλεσθή.
Η προσευχή δεν είναι λοιπόν πράξις παθητική, όπως διατείνονται τινές, αλλά πράξις εσκεμμένη της βουλήσεως του ανθρώπου.
Η προσευχή αναχωρούσα εκ του συνειδότος του ανθρώπου και φερομένη διά του θετικού ψυχικού ρευστού, φθάνει εις τον Γεννήτορα του όντος (Βασιλέαν του Κόσμου). Επανέρχεται δε εκείθεν εις τον άνθρωπον, διαμετακομίζουσα τας χάριτας, τα δώρα και τας αρετάς, τας οποίας εζήτησεν από τον Γεννήτορα.
Ούτος, είναι διακεχυμένος μέσα εις κάθε άνθρωπον και διά να επωφεληθή κανείς της παρουσίας Του, αρκεί να πραγματοποιήση την αγνότητα της ψυχής και του πνεύματος.
Λόγω της θυσίας της απροσωποποιήσεως εις την οποίαν υπεβλήθη, ευρίσκεται διαρκώς εν εκάστω εξ ημών και μια απλή επίκλησις (τριπλή διότι ευρισκόμεθα εις τριαδικόν επίπεδον) είναι αρκετή διά να εξανεμίση Αυτός όλα μας τα κακά.
Εξ όσων είπομεν ανωτέρω, εξάγεται ότι η προσευχή είναι απλή εφαρμογή των νόμων του Όντος. Πρέπει δε να φέρη την σφραγίδα του τριαδικού- πνευματική, ψυχική, υλική- όπως άλλωστε και πάσα πράξις του ανθρώπου».
Η προσευχή είναι τέλος διαλογισμός προβεβλημένος.